Το γνωστό σε όλους σάντουιτς, μετά από ξενύχτι και ξίδια, όταν δεν μπορεί κανείς να αρθρώσει λέξη.
Πα να φάμε κάνα σαν ντουί; Πείνασα...
Το γνωστό σε όλους σάντουιτς, μετά από ξενύχτι και ξίδια, όταν δεν μπορεί κανείς να αρθρώσει λέξη.
Πα να φάμε κάνα σαν ντουί; Πείνασα...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Κατιμά λέμε και τα τρίμματα που έχουν μείνει στην σακούλα με το χόρτο.
Ρε Τάκη... Πάλι κατιμά θα μου βγάλεις; Κάνα παπά δεν έχεις;
Got a better definition? Add it!
Είναι ο πρεζάκιας που έχει μουστάκι και ντύνεται στα μαύρα γιατί παραπέμπει σε πέτσακα.
- Είδες την Ρούλα που τα έφτιαξε με τον Νίκο τον κρητικό; Μάλλον θα ξεκόψει τώρα..
- Μπα, δε νομίζω... πρέζακα θα τον κάνει και αυτόν.
Got a better definition? Add it!
Ο ντίλερ που δεν έχει ζυγαριά και, ανάλογα την φάτσα σου και την γνωριμία που έχεις μαζί του, σου βγάζει και την ανάλογη ποσότητα. Ποτέ όμως δεν σου βγάζει παραπάνω από αυτό που θα έπαιρνες εάν είχες μία καλή άκρη.
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά: ο άντρας που του έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τους όρχεις. Ειδικότερα, ο άντρας που είχε υποστεί ευνουχισμό και χρησιμοποιούνταν ως φύλακας του χαρεμιού.
Μεταφορικά: ο άντρας που, η καινούρια του γκόμενα, του έχει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και τον κάνει ό,τι θέλει. Ο άντρας αυτός είναι τόσο εθισμένος στην νέα του γκόμενα, που έχει χάσει την προσωπικότητά του και τις απόψεις του από την στιγμή που η γκόμενα τον βούτηξε στην κυλότα της (επειδή επιτέλους γαμάει... δεν τον νοιάζει τίποτε άλλο).
Ο ευνούχος σχετίζεται και με τον μουνόδουλο, με την διαφορά ότι ο μουνόδουλος δεν έχει σταθερή γκόμενα.
— Πόσο ευνούχος έχει γίνει ο Τζώνη ρε συ με αυτήν την Μάρθα; 'Εχει ξεκινήσει το Μουντιάλ τόσες μέρες και έναν αγώνα δεν έχει έρθει να δούμε όλοι μαζί. Άλλα έλεγε πριν 2 βδομάδες...
— Καλά, ναι... πριν 2 βδομάδες ο Τζώνη ήταν μπακούρι ρε συ και τον ξέρεις πόσο μουνόδουλος είναι.
— Επειδή τον ξέρω μιλάω, φοβάμαι ότι αυτή και το μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει.
Δες ακόμη: βάζω στο βρακί μου, βρακάς, μπουχεσολεβιές, σκυλάκι.
Got a better definition? Add it!
Τα παλιά τα χρόνια λέγαν τον φούρνο όπου φουρνίζαν τα φαγητά τους. Στις μέρες μας χρησιμοποιούμε την λέξη όταν θέλουμε να πούμε ότι θα βάλουμε κάπου φωτιά, θα τα κάψουμε όλα.
Αγανακτησμένοι διαδηλωτές μεταξύ των:
- Ρε τα μουνιά, σπάσαν την πορεία στην Ομόνοια γαμώ τα δακρυγόνα τους, δεν προχωράει...
- Μην μασάτε ρε... φουρνέλο παντού ρε... και στο δέντρο του Κακλαμάνη.
Got a better definition? Add it!
Τα απομεινάρια.
Η φτώχια των εβραίων της Σαλονίκης άφησε εποχή. Οι πεινασμένοι εβραίοι έφταναν στο Μπεχ-τσινάρ (όπου τα σφαγεία) είτε με τα πόδια, είτε σκαλωμαρία με το τράμ της γραμμής Βαρδάρι-Κήπος Πριγκήπων. Οι εβραίοι έκαναν αυτό το αληθινό ταξίδι, τα χαράματα, με την κρυφήν ελπίδα πως θα τους αφήσουν να μπουν στα σφαγεία, για να μάσουν από χάμω λίγα ξεσκλίδια από τα πελεκημένα κρέατα. כאן
Κάτι ξεσκλίδια ρουχισμού
τής σκέπαζαν τό σώμα
κι ένα λουλούδι μαραθέν
πράσινο, μπλέ στό χρώμα.
εδώ
Got a better definition? Add it!
Προστακτική. Σημαίνει στρίψε ή ρόλλαρε (ένα τσιγάρο, αν μη τι άλλο), από το αγγλικό rolling papers.
Κόλλα ένα μπάφο ρε να πιούμε.
Θα κολλήσει κανείς άλλος κανα τσιγάρο ρε ή μόνο εγώ θα στρίβω;
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει συνδέω. Ίσως από το αγγλικό «patch» που σημαίνει μπάλωμα;
Παραθέτω παραδείγματα.
Καλά, στο λαπτοπάκι σου θα δούμε την ταινία; Δεν έχεις τίποτα καλώδια να του πατσάρουμε να το στείλουμε στην οθόνη της τηλεόρασης;
Μήτσοοοο, έμεινα ρε συ από μπαταρία με τ' αμάξι. Μπορείς να 'ρθεις με τα μανταλάκια να τα πατσάρουμε, μπας και πάρει μπρος;
3.- Το φλασάκι που μού 'δωσες για να πιάνω wireless, πιάνει αρχίδια...
- Αφού σου 'πα, από μόνο του δεν πιάνει καλά, πάτσαρέ του ένα αυτοσχέδιο πιάτο από κόκα-κόλα και θα δεις.
Got a better definition? Add it!