Δεν γαμιέσαι να ασπρίσεις; Δεν μας παρατάς, δε μας χέζεις.

Ρε μαλάκα δώσε μου για μία μέρα την Lamborghini σου.
— Βρε δε γαμιέσαι να ασπρίσεις λέω γω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν εμφανίζεται πρόσωπο με πρόσωπο. Ο χέστης που μιλάει μέσω facebook και χέζεται να εμφανιστεί μπροστά σου.

- Είδες τι σχόλια έκανε στο wall μου το αρχίδι; Έβριζε συνέχεια. Του είπα αν είναι άντρας να έρθει να τα πούμε face to face.
- Τζάμπα περιμένεις μαλάκα. Face to facebook εμφανίζεται ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αμέρικα είναι τα αμερικάνικα σε μία άλλη διάλεκτο. Το λέμε όταν ο άλλος δεν μας καταλαβαίνει.

- Τι είπες;
- Τι «τι είπες» ρε μαλάκα. Αμέρικα μιλάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ μάγκας μας το παίζεις. Πολύ υπεράνω.

  2. Κοιτάς μόνο το δικό σου συμφέρον. Μας έχεις γραμμένους στ' αρχίδια σου, θες να περνάς εσύ μόνο καλά.

  1. - Τι έχεις ρε φίλε;
    - Πω φίλε έφαγα χυλόπιτα απ'το Μαράκι. Γάμησέ τα.
    - Ε λογικό ρε φίλε. Αφού δεν ξέρεις να κουμαντάρεις τέτοιες γκόμενες. Μόνο για μένα είναι αυτές.
    - Σώπα ρε μαλάκα. Πώς την είδες;

  2. - Λοιπόν βλάκες, βλέπετε αυτές τις τρεις γκόμενες; Ορμάμε;
    - Μέσα.
    - Το ξανθό μουνί είναι δικό μου... εσείς πάρτε τις άλλες.
    - Πώς την είδες ρε βλάκα; Εσύ θα ορμάς στα καλά μουνιά πάντα;

Δες και την βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καύλα που κινείται. Συνήθως για μουνιά.

— Πώ βλάκα βλέπεις αυτό το μελαχρινό μουνί που παίζει βόλλει;
— Ναι μαλάκα κινούμενη καύλα είναι!

(από Vrastaman, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified