Λέγεται και στον ενικό, νιτερέσο.
Συμφέροντα, σχέση.

Η λέξη “νιτερέσα” (δηλαδή ιντερέσα=συμφέροντα) έχει επτανησιακές ρίζες.

  1. Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια.

  2. Τι νιτερέσα έχεις εσύ μ αυτόν ωρή; (μάνα που έμαθε για τα γκομενιλίκια της κόρης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που έχω ακούσει από την γιαγιάκα μου πολλάκις, καθότι δεν φημίζομαι για την νοικοκυροσύνη μου.

Αναφέρεται στην ακαταστασία: Όταν τα πράγματα είναι σπαρμένα στο σπίτι, όπως και η αγελάδα αφήνει τα περιττώματά της.

Μάζεψε το δωμάτιο σου, τι τα αφήνεις όλα όπως η γελάδα την κοπριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμφορά αλλά και γεγονός που προκαλεί αναταραχή και φόβο. Τοπικός ιδιωματισμός της Πελοποννήσου, κυρίως της Μεσσηνίας.

Σε σχετικό λεξικό εμφανίζεται ως

  • σουβή: συμφορά
  • σουβή μεγάλη: μεγάλο τράκο, μεγάλο κακό (εδώ να μου επιτραπεί μια παρένθεσις: το να μεταφράζεις έναν τοπικό ιδιωματισμό με μια λέξη όπως το τράκο είναι απαράδεχτο, δεν είναι μόνο αργκό αλλά και αρκετά προβληματική ως προς την σημασία της)

Έπαθα μια σουβή, πλημμύρισε το γραφείο. Τρεις ώρες σφουγγαρίζαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά στον πληθυντικό: ντιζαϊνιές.

Από το αγγλικό design (ντιζάιν).

Γραφικά, κυρίως, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους τομείς του σχεδιασμού (πχ. του βιομηχανικού) που εντυπωσιάζουν αλλά στερούνται πραγματικού νοήματος.

Έχουν γίνει μόνο για να γίνουν, χωρίς να εκφράζουν κάτι ή να περνάνε ένα μήνυμα.

  1. Καλές οι ντιζαϊνιές αλλά δεν υπάρχει κόνσεπτ…

  2. Πάλι καλά που αυτές που αυτές οι ντιζαϊνιές του κώλου δεν θεωρούνται αρχιτεκτονική από όσους πραγματικά γνωρίζουν το αντικείμενο.

  3. Το κουτάκι είναι από τις κλασικές ντιζαϊνιές της Apple.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι συνθετικό του «λινάτσα» και πούστης. Επειδή όμως είναι πολύ δύσκολο στην προφορά, έγινε «λιτσανόπουστα». (σύνηθες στην ελληνική (όπως πχ το «πάστα φρόλα» έγινε «πάστα φλόρα»).

Σημαίνει άτομο ιδιαζόντως ανάξιο.

Έλα μωρή παλιολινάτσα, λιτσανόπουστα, άμα έχεις έντερα έλα, έλα να δούμε ποιος είναι ο άντρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αβάντα < ιταλική avanti, εμπρός, ή τουρκική avanta < ιταλική avanto κέρδος, (σύγχρονο: avanzo): όφελος, επιλήψιμο, αθέμιτο κέρδος ή -συνήθως με κακή έννοια- υποστήριξη

Έχει αβάντα τον βουλευτή.

Επίσης το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται ως πλεονέκτημα.

Θα ξεκινήσω να διαβάζω από τώρα να έχω αβάντα χρόνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θόρυβος, φασαρία, δυνατός θόρυβος με την μορφή δυνατού και συνεχόμενου βόμβου.

Κάνω τσαχαλί: κάνω φασαρία για ένα θέμα (όχι με την μορφή καυγά, αλλά δίνω έκταση σε ένα θέμα).

Αναφέρεται στο θόρυβο που κάνουν τα ζώα περνώντας ανάμεσα από χορτάρια (τσάχαλα). Προέρχεται από την λέξη τσάχαλο, την οποία συναντάμε συνήθως στην περιοχή της Ηπείρου. Τσάχαλο (το): τρίμμα ξύλου, αχύρου κ.ά. (άχει – άχι: χορταράκι).

Μεταφορικά: κάτι πολύ αδύνατο και ασθενικό, π.χ. έχει χέρια σαν ~ (πάπυρος larousse, το παπυράκι).

Και στο διαδίκτυο: σκουπιδάκι, μικρόν μόριον κονιορτού (Αραβ.), τρίμμα και ό,τι ξένο σώμα αιωρείται στο νερό, στο γάλα κλπ. Από το ψίχαλο (ψυχίον) =>ψάχαλο =>τσάχαλο

Σημ. σλαγκογράφου (sic): με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα ότι για τη λέξη “τσαχαλί”, που είναι πολύ συνηθισμένη για μένα, δεν υπήρχε αναφορά πουθενά στο διαδίκτυο.

1 Παιδιά γιατί κάνετε όλο αυτό το τσαχαλί; Φορέστε πιτζάμες και πέστε για ύπνο.

  1. - Τι έγινε ρε Μπάμπη και κάνεις τέτοιο τσαχαλί;
    - Δεν είδες τι μου είπε η κουφάλα;
    - Άσε ρε Μπάμπη, δεν είναι για τα μούτρα σου η γκόμενα.

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχάλισμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aρκετά ευφάνταστη έκφραση χαρακτηριστική της δυναμικής της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας. Θα μπορούσαν οι αγγλοσάξονες να δημιουργήσουν μια τέτοια παρομοίωση; Ασφαλώς και όχι.

Αναφέρεται σε κάτι αδύνατον: Η ευγενής τέχνη της καλλιγραφίας φυσικά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στον βρωμερό και ασταθή κωλαράκο του υπερκινητικού ζώου.

Πολλές φορές μπορεί να μεταφραστεί και απλά «αυτά είναι μαλακίες».

To είπε στον αέρα πριν λίγο και έχει δίκιο ο Νίκος Χατζηνικολάου με αφορμή την πρόταση της Μπιρμπίλη να γίνει μητροπολιτικό πάρκο το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού. Είπε:

«Αυτό είναι καλλιγραφία στον κώλο της μαϊμούς, εμείς ρευστό θέλουμε ως χώρα».

Καλλιγράφοι σπεύσατε (από GATZMAN, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην πνευματική ανισορροπία κάποιου, αλλά χρησιμοποιείται και σε καταστάσεις ψυχικής και σωματικής πίεσης.

Συνώνυμα: τα χάνω, τα βλέπω όλα.

Ούγια σημαίνει το τελείωμα στο ύφασμα, μια λωρίδα / κορδέλα σφιχτοπλεγμένη. Αν φύγει, το ύφασμα αρχίζει να ξηλώνεται, εξού και ο συνειρμός.

  1. - Πώς πάει το μαγαζί;
    - Χέστα, μου έχει φύγει η ούγια στην δουλειά...

  2. - Θα παντρευτείς την Λίτσα;
    - Σου έχει φύγει η ούγια μου φαίνετα!ι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα πολύ καλοσχεδιασμένο αντικείμενο, με ιδιαίτερο και ψαγμένο στυλ, με μοντέρνο και μινιμαλιστικό κυρίως σχεδιασμό.
Αν είναι μπαρόκ, ρουστίκ ή οτιδήποτε άλλο, όσο καλοσχεδιασμένο κι είναι δεν χαρακτηρίζεται έτσι.

Όλοι αυτοί οι ορισμοί προκύπτουν από τον αγγλικό όρο design, γιατί στα ελληνικά δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος πλην του σχεδιασμού, που είναι αρκετά προβληματικός εφόσον χρησιμοποιείται για τελείως διαφορετικά πράγματα.

Πχ. σχεδιαστής μπορεί να είναι ο γραφίστας, μπορεί να είναι και ο χειριστής autocad που φτιάχνει αρχιτεκτονικά σχέδια, ή κάποιος που σχεδιάζει ρούχα.

  1. Ανακάλυψα ένα σούπερ ντιζαϊνάτο μπαράκι, είσαι για κανένα ποτάκι το βράδυ μωρό;

  2. Πάει ο άλλος και παίρνει laptop χωρίς να κοιτάξει specs, παρά μόνο κοιτάει να είναι ντιζαϊνάτο για να πουλά μούρη.

  3. Πολύ ντιζαϊνάτο το καινούργιο κινητό της Τsimpanarxidi.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified