Η συνηθέστερη απάντηση που λαμβάνει κάποια κοπέλα, της οποίας της προξενεύουν ένα - κάτω του μετρίου εμφανισιακά - παλικάρι, στην ερώτησή της: «Είναι ωραίος;»

Γενικά, όταν ακούτε αυτή την απάντηση, ο τύπος επιεικώς δε βλέπεται. Σπανίως χρησιμοποιείται για να καλύψει άλλα κουσούρια -- χαμηλή ευφυΐα, ανύπαρκτο μορφωτικό επίπεδο κ.α.

Προφέρεται με τραβηγμένο το «κα-» στο «καλό» και το «δι» στο παιδί, ενώ ταυτόχρονα συνοδεύεται με κίνηση του χεριού που ξεκινάει από το ύψος της μύτης του ομιλητή/ προξενήτρας και ακολουθεί πορεία προς την πλευρά του αυτού χεριού με χαμήλωμα λίγων εκατοστών και την παλάμη στραμμένη πλάγια.

Παράδειγμα φανταστικό:
Λίλιαν: - Θέλω κάποια στιγμή να βγούμε, να σου γνωρίσω τον φίλο μου τον Θρασύβουλα.
Λάουρα: - Είναι ωραίος;
Λίλιαν: - Είναι κααααλό παιδίίί!
Λάουρα: - Α, κατάλαβα, μπάζο...

Παράδειγμα ιντερνετικό:
Η συγκεκριμένη φράση έχει ταυτιστεί με την έμμεση απόρριψη προς ένα υποψήφιο φλερτ ή μια σχέση. Θυμάμαι μάλιστα πως το σχόλιο που δεν ήθελα με τίποτε να ακούσω από τις φίλες μου για κάποιο δικό μου φλερτ ήταν πως αυτός φαινόταν «πολύ καλό παιδί». (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η disco, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι είδος χορευτικής μουσικής που άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '70 και κορυφώθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας επικρατούσε - με ελάχιστη απόσταση βέβαια από την στυλιστικά παρόμοια glam rock της ίδιας περιόδου - έναντι των αποδέλοιπων μουσικών ρευμάτων.

Μια μέρα όμως η μουσική βιομηχανία ξύπνησε, αποφάσισε πως πέρασε πολύς καιρός, πώς φτάσαμε σε τρίτη στη σειρά δεκαετία ('90s πια) και πως ήρθε πια η ώρα να αλλάξουμε μουσικές προτιμήσεις: έτσι βίαια λοιπόν, η disco πέθανε και πάνω στο μνήμα της φύτρωσαν η grunge, η r'n'b και τα boybands.

Η φράση «dead as disco» σημαίνει τα κάτωθι:

  • Ένα γεγονός έλαβε τέλος και αποκλείεται να υπάρξει οποιουδήποτε είδους συνέχεια ή μετεξέλιξη σε αυτό,
  • Το τέλος μια περιόδου, «the end of an era» που λένε και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι,
  • Ότι κάποιος είναι τρομερά κουρασμένος για να κάνει ο,τιδήποτε - ότι είναι «πτώμα».

Παράδειγμα για τις τρεις ανωτέρω σημασίες:

  • Η σχέση του Μάκη με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του είναι πια «dead as disco».%
  • Πφφφ, πάει και η φοιτητική ζωή, dead as disco. Τώρα, πρέπει να βρω δουλειά, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια... Και μετά, να πάρω σύνταξη, να πηγαίνω για προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους με τα Κ. Α. Π. Η.%
  • - Πάμε να χτυπήσουμε κάνα πιπίνι;
  • Δεν παίζει, χτύπησα 12ωρο σήμερα στη δουλειά, είμαι «dead as disco».

(από Vrastaman, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται στην Κρήτη –πρέπει να αλλάξω γεωγραφικό διαμέρισμα, νομίζω...– και ολόκληρο είναι: «μου αγγίζει (ενν. τα νεύρα)».

Συνώνυμο του «μου τη δίνει», «με εκνευρίζει», «μου την παίζει» –κι αυτό το τελευταίο πάλι σε αποκλειστική χρήση στη μεγαλόνησο.

Περικλής: Είδα τη Λίλιαν χθες με το νέο αμόρε, καμαρωτή-καμαρωτή! Μού 'γγιξε ρε μαλάκα!
Φίλος Πέρι: Υπομονή, ντουντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το PCK -προφέρεται πι τση κέη- είναι το γνωστό Πανεπιστήμιο τση Κρήτης. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, με παραρτήματα σε Ηράκλειο και Ρέθυμνο. Στην 1η μάλιστα περίπτωση, το Νοσοκομείο Ηρακλείου τελεί χρέη πανεπιστημιακού νοσοκομείου, πρότυπο για τα ελληνικά δεδομένα.

Η λεπτή κρητική απόχρωση στο «τση» είναι φυσικά αυτή που κάνει τη διαφορά από τα υπόλοιπα πανεπιστημιακά ιδρύματα με τα φαιδρά και άνευ αστεϊσμού ονόματα τους, ενώ ταυτόχρονα τα λατινικά P και Κ προσδίδουν μια εσάνς οξφορδικής ανωτερότητας έναντι άλλων πανεπιστημίων στης ψωροκώσταινας.

- Τι τελείωσες;
- Φιλολογία στο Πι τση Κέη.
- Στο ποιο; Αγγλία;
- Στο Πανεπιστήμιο τση Κρήτης ρε μόμολο!

(από mafie, 29/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επονομαζόμενο και «μικρός» ή «ωτίτης» μικρό μας δαχτυλάκι.

Η αναφορά σε αυτό, χαρακτηρίζεται από ρυθμική κίνηση υπό τον ήχο του Άη οφ δε Τάηγκερ, κατά την οποία η παλάμη μας βρίσκεται σε όρθια θέση, ο αντίχειρας, τοποθετημένος κάθετα, «αγκαλιάζει» τους δείκτη, μέσο και παράμεσο, ενώ ελεύθερος μένει μόνο ο μικρός / ωτίτης, δηλαδή το μωράκι, ο οποίος σηκώνεται και κατεβαίνει ξανά και ξανά ως το τέλος του άσματος.

Η ονομασία αυτή δόθηκε χάριν της χαριτωμενιάς που το εν λόγω δάχτυλο διαθέτει και επειδή το «ωτίτης» φέρνει πραγματικά βδελυρούς συνειρμούς.

- Μωράκι, μωράκι!
(στο άκουσμα του Άη οφ δε Τάηγκερ)

(από mafie, 21/08/11)(από mafie, 21/08/11)Τάκης Μωράκης... και πολύ μωράκι βρε παιδί μου (από GATZMAN, 22/08/11)

Αγγλιστί: Pinky.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαλάζι, στην κρητική. Το ανεβάζω, γιατί τη βρίσκω τρομερά χαριτωμένη λέξη. Πρέπει δε να σημειωθεί πως είναι τόσο ισχυρή η χρήση της λέξης αυτής έναντι της «χαλάζι», που έπρεπε να φτάσω 18 και να φύγω από την Κρήτη για να ανακαλύψω πως τελικά είχα δει «χαλάζι» κι απλώς μου το είχαν συστήσει ως «κουκοσάλι».

Θεσσαλονικιός: Α, κοίτα χαλάζι!
Κρητικός: Τι χαλάζι ρε; Αυτό είναι κουκοσάλι!
Θεσσαλονικιός: Χαχαχαχαχα «κουκοσάλι»; Τι λες ρε χωριάταρε;! Από τα Ούα κατέβηκες; Χαχαχαχαχαχα!
Κρητικός (έτοιμος να κλάψει): Μα αλήθεια, κουκοσάλι...

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «τίποτα», κατ' εξοχήν απάντηση στις κάτωθι ερωτήσεις:

  • Τι κάνεις;
  • Τι λέει;
  • Πώς πάει;
  • Τι νέα;
  • Έκανες τίποτα για το τάδε ζήτημα;

Απαντάται μόνο στα Χανιά και έχει αντικαταστήσει πλήρως κάθε άλλη ενδεχόμενη απάντηση στα ανωτέρω. Προφέρεται αδιάφορα και με διάθεση αφόρητης βαρεμάρας.

- Τι κάνεις;
- Πράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.

-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλικουταριού (από mafie, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλός τοίχος, στην ουσία τσιμεντένιος και συνεχής φράχτης.

Εξαιρετικά χρήσιμος για τα πιτσιρίκια να κάθονται να τρώνε παγωτό και για τους εφήβους να κάθονται αντιμέτωπα και να χαμουρεύονται.

Η μαμά στον πιτσιρικά της:
- Βρασίίίδααααα! Κατέβα από το μπεντένι πουλάκι μου, γιατί άμα πέσεις και χτυπήσεις και ανοίξει το κεφάλι σου, θα σε σκοτώσω!

(από mafie, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified