Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.

-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλικουταριού (από mafie, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό «local» και σημαίνει ντόπιος, ιθαγενής, γηγενής.

- Προς τα πού πάμε;
- Θα ρωτήσουμε τα λοκάλια.

- Δεν αντέχω άλλο καμάκι από λοκάλι, έχω ανακατευτεί πια από τις πολλές τρίχες στην πλάτη των γκρικ λόβερς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παραθέτω ορισμό σύμφωνα με τη χρήση που εχω συναντήσει. Malakia, αν εννοούσες κάτι άλλο, σορρυ).

Το Famous Grouse είναι γνωστή μάρκα σκωτσέζικου ουίσκυ, με σήμα μια πέρδικα. Η διαφήμιση που καθιέρωσε την πέρδικα αυτή ως σήμα κατατεθέν του αυτού ουίσκυ, ήταν μια κατά την οποία γέμιζαν την πέρδικα με φιλιά.

Όταν κάποιον τον φιλάνε συνεχώς, λέμε ότι «τον έκαναν famous grouse». Στους ελληνάρες οφείλεται η λανθασμένη ανάγνωση του «famous» αντί για «φέημους», ως φάμους -ή στους μη-αγγλομαθείς;

Πωπω, η Μαρία είναι τρομερά διαχυτική! Με γέμισε στα φιλιά! Φάμους γκράους μ' έκανε!

(από Khan, 14/01/12)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται στην Κρήτη –πρέπει να αλλάξω γεωγραφικό διαμέρισμα, νομίζω...– και ολόκληρο είναι: «μου αγγίζει (ενν. τα νεύρα)».

Συνώνυμο του «μου τη δίνει», «με εκνευρίζει», «μου την παίζει» –κι αυτό το τελευταίο πάλι σε αποκλειστική χρήση στη μεγαλόνησο.

Περικλής: Είδα τη Λίλιαν χθες με το νέο αμόρε, καμαρωτή-καμαρωτή! Μού 'γγιξε ρε μαλάκα!
Φίλος Πέρι: Υπομονή, ντουντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη εις την κρητικήν, ιδίως κατά τα παιδικά παιχνίδια, αλλά και γενικότερα: ζαβολιά, απάτη, κλεψιά, cheat - κατά τους φίλους μας τους Αμερικανούς.

Χιλετζιάρης είναι αυτός που κάνει χιλετζιές.

- Όταν ο Κωστάκης «τα φυλάει» κάνει χιλετζιές, όλο κοιτάζει και βλέπει που κρυβόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαπρότητα, ηθική σήψη, διαφθορά, Σόδομα και Γόμορρα! Κατά τη γνώμη μου την ταπεινή, εδραιώθηκε κυρίως με την αυτή την έννοια (παρ' ότι η κυριολεκτική της εν μέρει, ωστόσο δε χρησιμοποιούνταν σε μεγάλη έκταση ως slang) από τη γριά-Μαρκάταινα και πλέον χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιουδήποτε είδους ηθική κατάπτωση, κυρίως σε ότι έχει να κάνει με βρώμικο σεξ και πρόστυχες συζητήσεις γύρω από αυτό και γενικά με ότι θα έκανε τον γέροντα- Παΐσιο να πάει από ανακοπή καρδιάς ή τριπλό εγκεφαλικό.

Πρέπει να τονιστεί ότι υπό αυτή την έννοια η λέξη «σαπίλα» δεν χρησιμοποιείται με προσβλητική διάθεση, αλλά αντίθετα ως κομπλιμέντο μιας κατάστασης εξεχόντως kinky ή ενίοτε καλτ.

Υ.Γ. Αφιερωμένο στο Βράσταμαν που το ζήτησε και στη φανταστική, πλην τεραστίων αντοχών, Γκαλάντριελ :D

1) Galadriel:

Μάφι μη βαράς, σιγά τι γράψαμε δηλαδής, κοινωνικό έργο επιτελέσαμε. Και τέλος πάντων κάπως πρέπει να εξιλεωθείς που ανέβασες στα σχολιασμένα το βρώμικο παρελθόν μου, σε καταδικάζω σε ποινή τρίωρων προκαταρκτικών. Φρουροί! Πάρτετην!

mafie:
Χαχαχαχα σαπίλα :Ρ (εδώ)

2) Πως εξηγείτε το γεγονός οτι ολόκληρος ο ελληνικός κινηματογράφος είναι μία ατέλειωτη καψουροκλάψα, μία αντιαισθητική απεικόνιση παρακμής και σαπίλας;
Λες και προσπαθούν οι σεναριογράφοι, σκηνογράφοι, σκηνοθέτες να βγεί όσο πιο ανώμαλη, κακάσχημη, αντιαισθητική, κλαψιάρα, με καλτ διαλόγους, η ταινία.
Τι νομίζουν οτι κάνουν οι ''καλλιτέχναι'' μας; Γροθιά στο στομάχι κι έτσι;
Κλάψα, μίρλα, αυτομαστίγωση, κακομοιριά, ανωμαλία, καλτίλα, λοβοτομή, ασχήμια, υπερβολή. Αυτό είναι ο ελληνικός κινηματογράφος. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τη Γένεση, ο Πύργος της Βαβέλ (Εβραϊκά: מגדל בבל‎ Αραβικά: برج بابل‎ Burj Babil) ήταν ένα ψηλό κτήριο, προφανώς ένα πολιτικό κέντρο στη Μεσοποταμία, το οποίο ξεκίνησε να κατασκευάζεται στους πρόποδες του όρους Σινά, από μια φυλή με ενιαία γλώσσα, λίγο μετά τον Μεγάλο Κατακλυσμό. Ο λόγος κατασκευής αυτού του πύργου ήταν η αύξηση της φήμης και της εξουσίας του λαού των κατασκευαστών του, και στόχο είχε να φθάσει «μέχρι τον ουρανό». Όμως λόγω της βλασφημίας αυτής, ο Θεός σύγχυσε τις γλώσσες των κατασκευαστών, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η ολοκλήρωση του και αυτοί να διασπαρούν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.

Όταν λέμε ότι μια κατάσταση είναι «Βαβέλ» εννοούμε ότι είναι εξαιρετικά μπερδεμένη, ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές γνώμες και κανένας δε μπορεί να βγάλει άκρη (πρβλ. παροιμία: «όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι, αργεί να ξημερώσει»). Συχνή χρήση τώρα τελευταία στα ΜΜΕ, ένεκα η πολιτική και οικονομική Βαβέλ στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας.

Βαβέλ γκρίνιας η κυβέρνηση
Βαρύ κλίμα στις συσκέψεις, ασυνεννοησία και χάραξη προσωπικής στρατηγικής ενώ η τρόικα πιέζει για αλλαγές. (εδώ)

Κρίμα για τους ανθρώπους κρίμα για εμάς που τόσα χρόνια δε καταφέραμε να καλλιεργήσουμε αυτή τη συνοχή αρχικά σαν λαοί κι έπειτα να επεκταθούμε σε πιο τεχνοκρατικά επίπεδα. Το μόνο που κατάφεραν οι λαοί τις Ευρώπης είναι να ξαναχτίσουν από την αρχή έναν Πύργο που στην Παλαιά Διαθήκη μάθαμε ως Πύργο της Βαβέλ. (εδώ)

Πύργος της Βαβέλ (από mafie, 16/11/11)Εξώφυλλο περιοδικού "Βαβέλ" (από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον καταθλιπτικό λήμμα, αλλά τείνει να πάρει διαστάσεις κανονικής λέξης και όχι απλής slang. Πρόκειται για χαρακτηρισμό των συμβασιούχων εργαζομένων, οι οποίοι σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα «Παυλόπουλου» (Π.Δ. 164/2004), μετά το πέρας 24 συνολικά μηνών εργασιακών τους συμβάσεων υπό ενός φορέα, δεν έχουν το δικαίωμα να ξανασυνάψουν σύμβαση εργασίας υπό αυτόν τον φορέα ποτέ ξανά στη ζωή τους.

Μερικά επαγγέλματα δεν επηρεάζονταιι τόσο, όπως π.χ. οι γεωπόνοι, οι οποίοι μετά το πέρας των 24 μηνών μπορούν να ανοίξουν δικό τους γραφείο.

Άλλα, επηρεάζονται λιγότερο από αυτό το διάταγμα, π.χ. οι δασονόμοι, οι οποίοι μετά το πέρας της διετούς τους εργασίας υπό τη δασική υπηρεσία ενός νομού μπορούν να συνάψουν σύμβαση μόνο με δασική υπηρεσία κάποιου άλλου νομου -με την οποία φυσικά δεν έχουν συμπληρώσει 2 χρόνια σύμβασης κατά το παρελθόν και βέβαια, ο χρόνος εργασίας τους εκεί, δε θα ξεπερνάει αυτό το πλαφόν χρονικό διάστημα.

Τέλος, υπάρχουν άλλα επαγγέλματα που παρέλυσαν με αυτό το διάταγμα, όπως αυτά του Υπουργείου Πολιτισμού, αφού οι συμβασιούχοι εκεί αναγνωρίζονται ως εργαζόμενοι ενός και μόνο φορέα: του αυτού υπουργείου. Ως αποτέλεσμα, μετά το πέρας των 24 μηνών, οι συμβασιούχοι του Υπουργείου Πολιτισμού δεν έχουν δικαίωμα ουδέποτε να συνάψουν σύμβαση δημοσίου δικαίου και άρα να ξαναεργαστούν στον τομέα τους (για όσους απορούν γιατί πέρυσι έκλεισε η Ακρόπολη από απεργούς).

Οι 24μηνίτες είναι μια από τις πιο πρώιμες εκφάνσεις της κρίσης που χτύπησε την Ελλάδα, μιας και η εν λόγω νομοθεσία ψηφίστηκε εν έτει 2007. Φυσικά, δεν πρόκειται να αλλάξει: απώτερος στόχος είναι ο εκάστοτε συμβασιούχος να μην καταφέρει ποτέ να μαζέψει μέσω συμβάσεων τα απαραίτητα για τη μονιμοποίησή του μόρια. Και εις άλλα!

λοιπόν πάρτε αποφάσεις και ανακοινώστε μας το τι θα κάνετε. Δεν μπορεί κάποιοι που δεν έχουν το δικαίωμα που έχουμε εμείς τώρα να το έχουν αργότερα και εμείς όχι!

Αναρτήθηκε από σωματειο αδιοριστων 24 μηνιτων του ΑΣΕΠ στις 8:45 π.μ. (εδώ)

Εμείς ως μέλη του σωματείου 24μηνιτών με ΑΣΕΠ στηρίζουμε των αγώνα του πολύπαθου κλάδου των συναδέλφων μας και δηλώνουμε την αμέριστη υποστήριξή μας. (εδώ)

Υπουργός Εργασίας επί ΝΔ, "κ." Πρ. Παυλόπουλος (από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαΐρω, γαέρνω, γιαγέρνω

Ρήματα, που απαντώνται στην κρητική διάλεκτο και έχουν ακριβώς την ίδια σημασία: επιστρέφω, γυρίζω πίσω. Δεν είναι αρκετά συνηθισμένα όσο άλλες λέξεις τις κρητικής διαλέκτου, όμως το καθένα τους δίνει μερικά -λίγα- αποτελέσματα στο google.

Τα τρία αυτά ρήματα της κρητικής είναι ομόρριζα και ετυμολογικά συνδέονται με τα αρχαιότερα «γυρίζω, γυρνάω», τα οποία αναλύονται ετυμολογικά ως εξής (σύμφωνα με το λεξικό της κοινής νεοελληνικής): μσν. γυρίζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. γυρίζω (γῦρ(ος) -ίζω) `κυκλώνω΄• γυρ(ίζω) μεταπλ. -νώ με βάση το συνοπτ. θ. γυρισ- κατά το σχ.: κερασ- (κέρασα) - κερνώ. Το τελευταίο εξηγεί και τη μετεξέλιξη σε «γιαγέρνω» και «γαέρνω» της κρητικής.

Υποθέτω πως το «γαΐρω» είναι τύπος που δημιουργήθηκε αργότερα σε σχέση με τα δυο προηγούμενα, μιας και η σχέση αυτών με το αρχαιότερο «γυρίζω» είναι πιο άμεση.

-Παπα Μανώλη καλύτερα να γαΐρω σπίτι. Δεν είμαι εγώ για γλέντια και κακό θα σας εκάμω. Να σου ζήσει η κοπελιά και θα τα πούμε στο γάμο. (εδώ)

Παλεύω να 'βγεις απ' το νου, μα δε τα καταφέρνω, - στο κάθε κτύπο τσι καρδιάς, οπίσω σε γιαγέρνω. (εδώ)

Μα στον πέμπτο μήνα μέσα,
έκαμε ένα γιο η μπαμπέσα,
και μού κάνουν ούλοι χάζι:
«μώρε Σήφη, τίνος μοιάζει;»

Τη γυναίκα μου ρωτώ ντη,
πέφτουνε φωθιές και βρόντοι:
«Πρώτα με καβαλικεύεις,
και μετά δε με πιστεύεις...

δε θα νά 'σαι στα καλά σου,
μάζευ' τα συμπράγαλά σου...»,
με βαρά με τσι κλατσάρες,
και με διώχνει στσι μαδάρες.

«Στο μιτάτο μου γαέρνω,
κι ούλο χαμηλά στραφέρνω...» (εδώ)

Στην αρχή. (από Khan, 01/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται, μάλλον αποκλειστικά, στην κρητική διάλεκτο -παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μεσαιωνική λέξη- και σημαίνει: μαλλί / μαλλιά, τούφα. Για την ακρίβεια, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, σκουλιά, που σημαίνει μαλλιά, συνήθως λυτά και πάντως απεριποίητα.

Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό της Πάπυρος Larousse): σκουλί < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι), ενώ η ίδια η λέξη συνδέεται πιθανώς και με το φυτό «Πράσιον το ξενικόν», aka «σκουλόχορτο», ευρύτερα γνωστό σαν ασπροπρασιά, καλάνθρωπο και μαρμαράκι (για την ετυμολογία και τη σύνδεση με το φυτό, βλ. και εδώ).

Στο ίδιο forum εντόπισα κάποιες επιπλέον έννοιες του όρου τις οποίες δε γνώριζα. Πρόκειται για τις κάτωθι:
1. Δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο.
2. Δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι.
3. Σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο, δεσμίδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το ευρέως διαδεδομένο κρητικό επώνυμο Σκουλάς (συναντάται και το «Σκουλάκης») προέρχεται από αυτή τη λέξη. Σχετική ιστορία για το επώνυμο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κρητικιά μαμά στον πιτσιρικά της:
Μάζεψε μωρέ τα σκουλιά σου! Πώς μπορείς και διαβάζεις έτσι που πέφτουν στα μάτια σου;
(Για τις υπόλοιπες έννοιες δεν παραθέτω παράδειγμα, γιατί πραγματικά δε γνώριζα καν πως υπάρχουν και τυχόν παραδείγματα να μην αποδίδουν σωστά αυτές τις επιπλέον χρήσεις του όρου).

Marrubium vulgare, aka σκουλόχορτο (από mafie, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified