Υποδηλώνει την κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος γίνεται στουπί, λιάρδα, σκνίπα, ζάντα κλπ, δηλαδή πίνει τα πόδια του, εν ολίγης μεθάει από την υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών. Αλλά μεθάει πολύ.

Ρε 'συ! γιατί ο Γιώργος κάνει οκτάρια; τις κάλτσες του ήπιε πάλι; [face palm] δεν είναι να δει οινόπνευμα αυτό το παιδί, αφηνιάζει! πίνει δίχως αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλώνει αιθέρια ύπαρξη, με περίσσια κάλλη που συνήθως προσδίδει εμπειρία στον σεξουαλικό τομέα.

Αν και κατά κύριο λόγο απευθύνεται στην γυναίκα (όπως αναφέρει και το Βικιλεξικό: θαυμαστική προσφώνηση προς όμορφη γυναίκα) οι αναφορές στον άντρα είναι τόσες που τείνουν τελικά να υπερισχύσουν.

Μπορεί να συναντηθεί με το υποκοριστικό «μαναράκι» που φανερώνει μια πιο ανάλαφρη κατάσταση και απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες, ενώ κλασικό είναι και το υπερθετικό «μανάρα» (κάτι που φέρνει εύκολα στο νου μας τα γνωστά λάγνα κόμικς του ομώνυμου καλλιτέχνη), όπου τα «α» δύναται να είναι παρατεταμένα (πχ: μααανάαααρααα).

Επίσης μπορεί να συναντηθεί ως μια απλή προσφώνηση δημιουργώντας μια αρκετά οικεία ατμόσφαιρα, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά περιπαίζοντας τον λήπτη του λήμματος.

Πρόκειται για λέξη που διαδόθηκε ευρέως τις δεκαετίες των '80 και '90 κυρίως μέσω βιντεοταινιών (VHS). Στις μέρες μας τείνει να εκλείψει.

  1. - Σ' αρέσω με το καινούριο μου μίνι;
    - Μανάρι μου! είσαι και πολύ παιδί!

  2. - Ντρέπομαι! Ντρέπομαι! Ντρέπομαι!
    - Ησύχασε μανάρι μου, μη κάνεις έτσι. Όλα θα πάνε καλά!
    - Το καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ πια να την κοιτώ στα μάτια!
    - Ε, να την κοιτάς στο στόμα!

  3. - Όπα! Μάγκες, έπεσε ο γενικός! Δε βλέπω τη μύτη μου!
    - Ok! Ok! Χαλαρώστε, έπιασα το κερί!
    - Αυτό που έπιασες μανάρι μου γλυκό δεν είναι το κερί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να καταδείξει την ανεπηρέαστη κατεύθυνση ατόμου προς έναν προορισμό.

Τον προορισμό αυτόν του ατόμου μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως απτό (π.χ. η κουζίνα, η Καλαμάτα, το παραθυρόφυλλο κ.α., παρ. 1.) ή νοητό (π.χ. μια ιδεολογία, μια κατάσταση κ.α., παρ. 2.), αλλά σε κάθε περίπτωση θα τον διανύσει με απόλυτη βεβαιότητα, ανεξάρτητα αν είναι σωστός.

Χαρακτηριστική είναι η εικόνα συνοφρυωμένου ατόμου, που εμπίπτει στον ορισμό, να έχει χαράξει πορεία με μεγάλα και βιαστικά βήματα, βυθισμένο στις σκέψεις του και βλέμμα στραμμένο στο έδαφος (πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί και να τουμπίσει σε καμιά κολόνα).

Απ' την άλλη, χωρίς να παίρνω και όρκο, ενδέχεται να έχει και την έννοια του κόβω καπίστρι ή του έκοψε την άλυσο.

*Το αζιμούθιοεδώ) είναι κάποιος ναυτικός όρος που βοηθάει στον καθορισμό ή και την εύρεση μιας θέσης πάνω στο σφαιρικό στερέωμα της γης με βάση τον ουρανό (απ' ό,τι κατάλαβα).

  1. - Ρε 'συ! που πάει αυτός από 'κεί;
    - Μανώωωωλ'! πού πα ρεεε; από 'κεί είν' η έξοδος!
    - Καλά! πάει αυτός, έχει κόψει αζιμούθιο!

  2. - Τι εννοείς δεν παίρνει από λόγια; δεν σου 'πα να του πεις ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια πλάκα;
    - Λες να μη του το 'πα ρε μαλάκα; έχει κόψει αζιμούθιο όμως και δε καταλαβαίνει τίποτα! λες και δεν τον ξέρεις τώρα κι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό τατουάζ που εκτείνεται σε όλο το μήκος του χεριού, από τον ώμο μέχρι τον καρπό.

Το τελευταίο διάστημα έχει γίνει πολύ της μόδας (δηλαδή είναι πολύ ιν) και χτυπιέται με φρενήρεις ρυθμούς από τύπους του σταρ σύστεμ, όπως ηθοποιούς, μοντέλα, ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές κλπ., αλλά όχι μόνο.

Επίσης να σημειωθεί πως κυκλοφορούν στο εμπόριο πραγματικά μανίκια τατού. Έχουν την μορφή καλσόν με τυπωμένα διάφορα κλασικά τατού και φορώντας το, δίνεται η ψευδαίσθηση ενός ρεαλιστικού τατουάζ.

- Αν δεν έχεις εμφανιστεί σε τουλάχιστον μια διαφήμιση, δεν έχεις κάνει δήλωση στο τουίτερ που να έχει συζητηθεί και δεν έχεις βαρέσει τατουάζ μανίκι, τότε σόρυ αλλά δεν μπορείς να λέγεσαι διάσημος ποδοσφαιριστής φίλος!
- Θύμισέ μου να σε γράψω στ' αρχίδια μου.

Οι μανικαϊστές το φοράνε ασπρόμαυρο. (από σφυρίζων, 18/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το «υποτιμητικό ράπισμα εις τον σβέρκο» συνηθίζεται να χρησιμοποιείται και για τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, άκα ΦΠΑ.

Και αυτό όχι μόνο λόγω της ομοιότητας με τα αρχικά του αλλά και γιατί o ΦΠΑ αποτελεί εκ των πραγμάτων μια οικονομική φάπα στον εκάστοτε καταναλωτή.

  1. - Και πόσο πάει το μαλλί;
    - Με φάπα ή χωρίς;

  2. «ΦάΠΑ 2% στον καταναλωτή, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε πριν από τις κάλπες.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο όχημα το οποίο χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες και διαθέτει προσαρμοσμένη καρότσα στο αμάξωμα.

Είναι σκληροτράχηλα οχήματα που οι κάτοχοι τους κοκορεύονται ότι δεν έχουν βάλει λάδι και νερό εδώ και είκοσι χρόνια. Στο εσωτερικό μπορείς να βρεις λογαριασμούς, αποδείξεις, μισοάδεια (ή μισογεμάτα) μπουκαλάκια με νερό ή ξεθυμασμένο πιοτό, σακούλες, κέρματα, βίδες, εργαλεία, παπούτσι κ.α.

Αν μιλάμε για κλασικές εικόνες τότε σίγουρα είναι όχημα τ. Ντάτσουν. Πιθανότατα διαθέτει αρκετά σημάδια κακομεταχείρισης - όπως αναρίθμητα βουλιάγματα και τρακαρίσματα - αλλά και αρκετές ενδείξεις φροντίδας με κλασσικότερη το μπογιάντισμα σημείου ή επιφάνειας με εμφανείς πινελιές, για την αποφυγή σκουριάσματος.

Σε άλλη περίπτωση παρατηρούμε μια πολυφωνία ανταλλακτικών στο όχημα: το ανταλλακτικό (πόρτα, καπό κ.α.) μπαίνει όπως έχει αγοραστεί, ανεξαρτήτως χρώματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αυτοκινούμενο ουράνιο τόξο.

Επίσης, σε περιπτώσεις όπου το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί για «καλό» ενώ τώρα έχει καταλήξει να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά, υπάρχουν απομεινάρια της παλιάς καλής του εποχής όπως διακοσμητικό σεμεδάκι στο ταμπλό, αυτοκόλλητες εικονίτσες της Παναγίας, καλύμματα καθισμάτων από ξύλινες χάντρες ενώ στον καθρέφτη μπορεί κανείς να βρει κρεμασμένα λούτρινα ζάρια, λαγοπόδαρα, cd κ.α..

Στις μέρες μας οι σύγχρονοι «αγρότες» έχουν μεταμορφωθεί σε μυώδη κτήνη τ. Ναβάρα 4x4 και θυμίζουν ελάχιστα τους παλιούς κλασικούς. Συνήθως στην καρότσα διαθέτουν αυτοσχέδιο σκυλόσπιτο με τρυπούλες για τον αέρα, αυτοκόλλητα με μπεκάτσα ή τσίχλα και στην χειρότερη να είναι λασπωμένα από την κορυφή ως τα λάστιχα με μόνο καθαρό σημείο την τροχιά των υαλοκαθαριστήρων.

- Έλα, μ' ακούς; δεν έχω σήμα και θα τελειώσει η μπαταρία! Έχω μείνει με το παπί από λάστιχο και βενζίνα στα αγριόματα πάνω απ' το χωράφι του κυρ 'μίλιο.
- Καλά, κλείσε. Θα 'ρθω να σε πάρω με τον αγρότη.
- Έλα, μ' ακούς; Ναι!

Ο αγρότης τότε (από PUNKELISD, 22/08/11)Ο αγρότης τώρα (από PUNKELISD, 22/08/11)

βλ. και αγροτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για την -κατά κύριο λόγο- ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς.

Δεν είναι λίγες οι φορές που η συγκεκριμένη ομάδα έχει κατηγορηθεί από το σύνολο των φιλάθλων για οικονομικές και άλλου είδους ελαφρύνσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις όπως διαγραφές χρεών, «δανεικά και αγύριστα», «στραβά μάτια» σε παράνομες μεταγραφές, μη επιβολές ποινών και πάμπολλες ακόμα παρόμοιες πράξεις. Η ιστορία, όπως αναφέρουν, ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιώς και καταλήγει μέχρι και στις μέρες μας.

Παρ' όλ' αυτά όμως πιστεύω πως ο χαρακτηρισμός εδραιώθηκε κυρίως κατά το τέλος του 80' όταν τα ηνία της διοίκησης του Ολυμπιακού πήρε στα χέρια του ο Γιώργος Κοσκωτάς, το όνομα του οποίου συνδέθηκε λίγο αργότερα με απάτες σε βάρος του ελληνικού δημοσίου και εμπλεκόμενους αρκετούς υπουργούς της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και του ίδιου του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.

Έτσι, με όλες αυτές τις άμεσες βοήθειες και διευκολύνσεις των κυβερνήσεων, συνειρμικά η ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς άρχισε να θεωρείται ως ομάδα του ελληνικού δημοσίου και οι παίχτες της ως δημόσιοι υπάλληλοι.

Άλλοι χαρακτηρισμοί: γκέι (από το gayρος), θρήνος και βοθρύλος (σε απάντηση του επίσημου θρύλος), έφηβος, γαύρος (κλασικό) αλλά και το χαρντκόρ απόγονος του Στόλου.

Η ομάδα του δημοσίου, την οποία καλούμαστε να σκίσουμε την Κυριακή, είναι ότι πιο βρόμικο στο χώρο του ποδοσφαίρου έχει να επιδείξει αυτός ο τόπος και όλα τα Βαλκάνια γενικότερα. (από νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαχταριστή μπουκιά ψωμιού, καλά βουτηγμένη σε λάδι.

Σύνθετη λέξη από το λάδι και την μπουκιά, που προσωπικά μου θυμίζει πολλά πράματα, κυρίως όμως ταβέρνα και καλοκαίρι.

Το καλό λαδομπούκι επιβάλει φρέσκο τραγανό ψωμί και καλό ελαιόλαδο (Καλαμάτας ας πούμε) κυρίως σε ντοματοσαλάτα, ή ακόμα και στο κλασικό λαδολέμονο που σκεπάζει στοργικά πάμπολλα ψητά όπως μπριζόλες, ψάρια, λουκάνικα κλπ κλπ. Στη μειοψηφία νομίζω βρίσκονται οι του ηλιέλαιου και του τηγανέλαιου (από ψάρια ας πούμε).

Σχετικοάσχετο: παπάρα

- Μαμαζελίτσα, πάρε εδώ μπόλικο ψωμί να φχαριστηθείς λαδομπούκι.
- Excusez-moi, mais ce qui est «ladompouki»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή-παρωδία για τις άγιες μέρες του Πάσχα.

Είναι αποτέλεσμα του αθροίσματος των «ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος» και «καλό Πάσχα», συγχωνεύοντας έτσι τις ευχές των δύο μεγαλύτερων εορτών.

Λέγεται χάριν αστεϊσμού για να ελαφρύνει (ή να βαρύνει, αναλόγως) την ατμοσφαίρα των εορτών.

Συναντάται επίσης και ως «ευτυχισμένος ο νέος Πάσχας».

Σχετικό: καλώ πάσχα αλλά δεν το σηκώνει

- Μανώλη μου! χρόνια πολλά και ευτυχισμένος ο καινούριος Πάσχας!
- Να 'σαι καλά Τάκη μου, Χριστός Ανέστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίσκος σερβιρίσματος βαρέος τύπου.

Κάνει την εμφάνισή του σε μεγάλες δεξιώσεις όπου το σερβίρισμα και το μάζεμα πρέπει να γίνεται μαζικά. Δύσκολα θα τον πετύχεις σε μπαράκια καφετέριες ή κλαμπάκια καθώς βασικός του τομέας είναι οι μεγαλοταβέρνες, τα εστιατόρια, τα εξοχικά κέντρα και γενικότερα τα μαγαζιά όπου σερβίρεται πολύ φαΐ.

Ένας τέτοιος δίσκος έχει σαφή υπεροχή έναντι των κοινών. Βασικά προτερήματά του είναι το πηχάκι που βρίσκεται περιμετρικά του δίσκου (ώστε δύσκολα πιάτα ή ποτήρια που φτάνουν στην άκρη του να μπορούν να πέσουν), τα χερούλια που διαθέτει στα δυο άκρα (προσφέρουν ένα καλύτερο τρόπο πιασίματος σε βαριές καταστάσεις) το μέγεθός του και η γενικότερη στιβαρή κατασκευή του.

Απορίας άξια είναι η ετυμολογία του.

– [αγχωμένος] Νίκο! Πού την έχεις την παραμάνα ρε;!
– [πίσω από στοίβα με άπλυτα πιατικά] Έξω είναι, την έχει ο Κώστας και μοιράζει την τούρτα μου φαίνεται...
– Ρε το μαλάκα! Αφού ακόμα δε μάζεψα τα κυρίως* απ' τα τραπέζια...
– [σκουπίζει τα χέρια σε πετσέτα] Για τρέχα! μήπως δεν έχει ξεκινήσει ακόμα...
– Κώστααααα!...

*εννοεί τα πιάτα που περιείχαν το κυρίως πιάτο.

Ακριβώς αυτή. (από PUNKELISD, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified