Αναφέρεται στο σχήμα της κατάληξης του παχέος εντέρου (γνωστό και ως ορθό), το οποίο παίρνει τη μορφή ποτηριού μετά από σεξουαλικά (και όχι μόνο) βάναυση μεταχείριση. Η έννοια της λέξης είναι συνήθως μεταφορική, με αρκετά στοιχεία υπερβολής, δεν είναι όμως λίγες οι φορές εκείνες που χρησιμοποιείται άκρως κυριολεκτικά.

  1. - Τι;! Την γάμησες απ' τον κώλο! Έλα ρε θερίο! και για πες...
    - Τι να πω, απλά της τον έκαμνα ποτήρι.

  2. [...]Το '69 [...] εγνώρισα έναν κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο, μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη και το κωλάντερό του κρεμόταν σαν ποτήρι. [...] (Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Εγχειρίδιο Του Καλού Κλέφτη», σ. 77)

κολωνάτο! σωστότατος GATZ! (από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα (όχι τόσο εύηχο), που καταδεικνύει την πρόθεση ή την κίνηση κάποιου για υψηλή αξιολόγηση.

Προερχόμενο από την με άριστα το δέκα βαθμολογία, το δεκάρω χρησιμοποιείται από άτομα που θέλουν να επιβραβεύσουν, να συγχαρούν, να αποδώσουν τα εύσημα, υπονοώντας σαφώς πως βαθμολογούν με τον υψηλότερο βαθμό, ανεξάρτητα αν ως άριστα θεωρείται το πέντε, το δέκα, το εκατό, το Α κλπ, με τόνο η χωρίς.

Το λήμμα επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτοαναφορικά σε περιπτώσεις που υποτίθεται ότι τελούμε αξιέπαινες πράξεις, θέλοντας περισσότερο να περιαυτολογήσουμε, αλλά δεν το αξίζουμε πραγματικά.

Συνώνυμα: σταμάτα να μιλάς και φίλα με, σπεκ (και όλα τα συναφή όπως αστρασπέκια κ.α.), douze points!!!, όλα τα λεφτά και πολλά άλλα τέτοια.

  1. (ενώ από πίσω παίζει αυτό)
    - Πώωω! Ανασυντρίχιασα δικέ μου! Αυτό το κομμάτι σου έλεγα ρε!
    - Έλα ρε 'συ!
    - Καλό;
    - Δεκάρω φίλε!

  2. - Μαγείρεψες;
    - Δεκάρω! Έφτιαξα ένα χυλό... άλλο πράμα! Δεκάρω σου λέω!
    - Τι δεκάρεις και δεκάρεις ρε βλάκα! Αυτό είναι για να στοκάρουμε τον τοίχο όχι να το φάμε!

(από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναίκα τις οποίας το μέγεθος του στήθους της είναι τέτοιο που ξεπερνάει κατά πολύ τον μέσω όρο και αποτελεί το σημείο αναφοράς του σώματος της. Όπως και η βυζαρού, δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα, σε αντιπαράθεση με την βυζού.

Μπορεί να χαρακτηριστεί και ως γυναίκα με υψηλό κέντρο βάρους, ενώ στο πέρασμά της δύναται να ακουστεί το χαρακτηριστικό επιφώνημα «ζάααρες» (εκ του βυζάααρες, όπου το βυ- παραλείπεται για να αποφευχθεί η προσβλητική χροιά της λέξης, χωρίς όμως αυτό να επιτυγχάνεται τις περισσότερες φορές).

Συναντάται και ως μπροστοκούνα, που παραπέμπει σε αυτοκινητιστικό όρο (βλ. πισωκούνα), αλλά εννοεί γυναίκα με πλούσιο στήθος, ενώ δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί και το περιπαικτικό βυζιάρα (όπως παραπονιάρα, κλανιάρα, χαδιάρα, αλανιάρα κ.α.).

- ... άσε, ξέρω. Θα μου πεις ότι τα δόντια της είναι λες και έχει μασήσει χαλίκια, ότι καρφώνει μπιφτέκια με την μύτη της και ότι είναι τόσο κοντή που το καπέλο της βρομάει ποδαρίλες, αλλά είναι μπροστόβαρη κι εμένα αυτό μου φτάνει. - Ότι είσαι βυζολάγνος το 'ξερα, αλλά ότι θα 'φτανες μέχρις αυτού του σημείου δεν το περίμενα πότε! Από αύριο ούτε καλημέρα!
- Τι καλημέρα, που σε απολύσανε και από αύριο θα ξυπνάς το απόγευμα, όπως παλιά...
- τέσπα...

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα παραπέμπει στο γνωστότατο χορό ή στο επίσης γνωστό μαντήλι, εδώ αναφέρεται στο πολύ καλής ποιότητος ελαφρό ναρκωτικό, παράγωγο της ινδικής κάνναβης, που φύεται στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα Καλαμάτα και πέριξ αυτής.

Όπως αναφέρει ο φίλος Azargled στο λήμμα κρητικό (βλ. και παρακάτω), το βασικό ουσιαστικό που είναι το «χασίσι» παραλείπεται, όχι μόνο χάριν συντομίας, αλλά και για την αποφυγή πλήρους κατανόησης της φράσης από πιθανή ανυποψίαστη ομήγυρη.

Συνώνυμα: αφγάνι, γάρο, γελαστό τσιγάρο, γκάντζα, ινδική κάνναβις, κανναβούρι, κρητικό, λεμόνι, Μαίρη Τζέην, μαριχουάνα, μαρουγάνα, μαυράκι, μαύρη, μαύρο, μελαχρινή, μονόφυλλο, μπάφος, νταμίρα, νταφού, πράσινο, σινσεμίλια, σκάνγκ / σκάνκ, σοκολάτα, τούφα, τρίφυλλο, τσιγαριλίκι, φοσμπά, φούντα, χασίς, χασίσι, χόρτο κ.α.. (Κοπί το πίτα και από εδώ).

- Πάρε πάστες κι έλα!
- Τι; είμαστε για επίσκεψη ή παίζει τίποτα καλό;
- Καλαματιανό αγόρι μου! Σου λέει τίποτα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται εντός διαλόγου, σε κατάσταση κατά την οποία, συνήθως, δεν χωράνε δικαιολογίες, κυρίως όμως σε περιπτώσεις όπου είναι τελείως ανεπιθύμητη η διαφωνία.

Προέρχεται από την ακούσια αντίδραση του μελλοντικού αποδέκτη του λήμματος να δικαιολογηθεί ή να διαφωνήσει, ξεκινώντας την πρότασή του με το χαρακτηριστικό και μακρόσυρτο, τις περισσότερες φορές, «μαα...». Η επιμήκυνση αυτή, του «μα» γίνεται υποσυνείδητα, για να αποκτήσει ο αποδέκτης τον χρόνο που χρειάζεται, να σκεφτεί και να διατυπώσει πειστικά την πρόταση υπεράσπισής του.

Έτσι ο χρήστης του λήμματος ανακατεύει με ύφος ειρωνείας και αποδοκιμασίας το μόριο «μα» με τις κτητικές και προσωπικές αντωνυμίες «μου, σου, του» για να γειώσει τον αποδέκτη.

- Λοιπόν, το γκαζόν κοντεύει να μας πνίξει! Σε λίγο θα είμαστε σαν πρωταγωνιστές στο «Αγάπη μου συρρίκνωσα τα παιδιά»! Τι έκανες τόσο καιρό που σου έχω πει να το κουρέψεις; Περίμενες να τελειώσεις σχολή κομμωτικής; ε; ε;!
- Μαα...
- Δε θέλω μα μου σου του! Πήρες τη μηχανή και το κούρεψες τώρα! όχι τώρα, ΤΩΡΑ.!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει άτομο εξαιρετικά λεπτό που είναι αναπόφευκτη η σύγκρισή του με φλούδα.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να καταδείξει τα εξαιρετικά μικρά οπίσθια ή στήθη μιας γυναίκας.

Βλέπε αναλυτικότερα και το λήμμα ακτινογραφία.

  1. - ...και ήταν λεπτός;
    - Φλούδα σε λέω! Αφού τον έδωσα πέτρες να βάλει στην τσέπη του, να μη τον πάρει ο αέρας!

  2. -Τουλάστιχον από βυζί έλεγε τίποτα;
    - Άστα δικέ μου, φλούδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμιγώς Καλαματιανή έκφραση που δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά μόνο «πάμε».

- Πάμετε σιγά-σιγά, ξύλιασα 'δω χάμου.
- Κάτσε λιγάκι μάνα μου, θα φύγουμε σε λίγο.

ΠΑΜΕΤΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ (από PUNKELISD, 09/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται επίσης για να καταδείξει τον κόλπο γεννητικού οργάνου κοινής ή ελαφρών ηθών γυναικός, του οποίου το μέγεθος είναι πέραν του κανονικού.

Αυτό μπορεί να συμβεί από την κατάχρηση του κόλπου για σεξουαλική ευχαρίστηση, με τη χρήση αντρικών μορίων, ομοιωμάτων αυτών ή άλλων αντικειμένων.

Το αποτέλεσμα είναι ο ευμεγέθης αυτός γυναικείος κόλπος να φέρνει στο νου την διάμετρο μιας εξίσου ευμεγέθους ζάντας, όπως για παράδειγμα αυτής της καλογυαλισμένης ζάντας 21'' που αναφέρει ο φίλος deusxt παραπάνω.

Βλέπε και της έκανα το μουνί πηγάδι.

- Και εγώ σου λέω ότι και ως πόλεμος του κόλπου μπορεί να θεωρηθεί και ο πόλεμος στην Τροία.
- Στην Super 3;
- Τη λε ρε βρομοσκούληκο! Της Τροίας εννοώ, με τον Πάρη και την ωραία Ελένη, η οποία είναι γυναίκα και η οποία διαθέτει...
- Ε, τι; δε ξέρω...
- Διαθέτει κόλπο βρε όργιο, μουνί πως να στο πω, εξ ου και πόλεμος του κόλπου!
- Ζάντα της το είχανε κάνει δηλαδή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση που λέγεται κατά την θέαση απόκρυφων σημείων, κυρίως από τη μέση και κάτω (όπου εκδηλώνεται και μεγαλύτερο ενδιαφέρον) και λιγότερο από τη μέση και πάνω.

Η έκφραση προκύπτει, όχι από το ότι τα προς θέαση σημεία είναι για φωτογραφία, αλλά πιθανότατα από το γεγονός ότι κατά την θέαση τον συγκεκριμένων σημείων, ο θεατής, πέραν του ότι τα κοιτάει απευθείας, έχει και ένα γλυκό χαμόγελο έκπληξης και ευτυχίας, όπως συμβαίνει συνήθως σε μια φωτογράφιση.

Αν και η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται αρκετά και από το γυναικείο φύλο, έχει γίνει ευρύτερα γνωστή από την συστηματική χρήση των αντρών.

Σημείωση: ως απόκρυφα σημεία θεωρούνται τα σημεία του σώματος εκείνα τα οποία διεγείρουν και διεγείρονται κατά την γενετήσια πράξη και που, στην καθημερινότητα, δεν είναι άμεσα ορατά. Έτσι, απόκρυφο σημείο δεν μπορεί να θεωρηθεί, για παράδειγμα, το αυτί, όσο και αν αυτό, στην ευγενή ομάδα των φετιχιστών, μπορεί να διεγείρει σεξουαλικά.

- ...και εκεί που έχω χωθεί κάτω απ' τ' αμάξι να πιάσω ένα παπαράκι, περνάει η γκόμενα από πάνω μου!
- Και;... τα είδες όλα;
- Όχι τα μισά! Ρε, με φωτογράφισε κανονικά σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να καταδείξει κατάσταση κατά την οποία παρουσιάζεται δυσκολία στην αφόδευση λόγω ιδιαίτερης σκληρότητας των κοπράνων -χαρακτηριστικό γνώρισμα, πολλές φορές, των δυσκοίλιων- με αποτέλεσμα την καταπίεση (ψυχική και σωματική) και το χάσιμο χρόνου. Η σκληρότητα, ο όγκος και το σχήμα του κόπρανου δε, είναι τέτοια που παραπέμπει εύκολα στον καρπό του αειθαλούς και κωνοφόρου πεύκου, το γνωστό κουκουνάρι.

- Πού ήσουν τόση ώρα;
- Στην τουαλέτα, έκανα τατουάζ στον κώλο μου το καπάκι της λεκάνης...
- Τι;
- Τι τι ρε μαλάκα, δεν καταλαβαίνεις, με πήγε κουκουνάρι!

Κουκουναριές Σκιάθου! Εδώ το χέσιμο α λα κουκουνάρι δένει με το τοπίο και δίνει την... απόλαυση! (από GATZMAN, 07/10/10)Γαλοπούλα γεμιστή με σλανγκικα κουκουνάρια (από GATZMAN, 08/10/10)

Βλέπε και κουράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified