Χρησιμοποιείται για να τονίσουμε ότι περνάμε δύσκολες / έντονες στιγμές.

Θα δεις τον Χριστό φαντάρο εκεί που πας!

"Ο Χριστός αντάρτης", έργο του Alfredo Rostgaard, 1969, μάλλον επηρεασμένο από την "Θεολογία της Απελευθέρωσης". Οι λατινοαμερικάνοι πιστοί είδαν "κυριολεκτικά" τον Χριστό φαντάρο! (από Khan, 09/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία αναφέρεται σε άτομο ή κατάσταση που είναι αβάσιμο/-η και δεν στέκει σύμφωνα με την λογική.

- Εκεί που καθόμασταν όμορφα και ωραία άρχισε να λέει τα δικά του το παλικάρι... Αλεμάο, σου λέω.

καΐλα αλέρτ (από jesus, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσποιούμαι ότι μου περνά απαρατήρητο, δεν άκουσα, δεν είδα κάτι, κάποιον ή μια κατάσταση.

Ναι ρε φίλε, σου λέω με κοιτούσε όλη την ώρα σαν κάτι να ήθελε να μου πει, αλλά εγώ έκανα τον Κινέζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν θέλουμε να πούμε ότι το φαγητό που θα φάμε δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο.

- Τι φαΐ θα φάμε σήμερα;
- Σκατά με φράουλες.

.. (από MXΣ, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, ο πούστης. Χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να πούμε σε κάποιον ότι δεν είναι ικανός να κάνει κάτι, δεν έχει τα κότσια.

  1. - Κοίτα τη λούλα πως περπατάει.

  2. - Άντε βρε λούλα, γιατί δεν πας να της μιλήσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νομίζει ότι είναι κάτι (νταής κτλ) και μπορεί να κάνει τα πάντα.

- Θα σε πλακώσω στις μπάτσες ρε!
- Άντε βρε μαλακοκαύλη σπάσε από δω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αγγλική λέξη lag που σημαίνει αργοπορία και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κολλάμε και χάνουμε τα λόγια μας.

- Έλα βρε μαλάκα μην λαγκάρεις τώρα που πρέπει να μιλήσουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επίμονα προσπαθεί με ηλίθιους τρόπους να αυτοπροβληθεί στους γύρω του.

-Κόψε ρε Γιάννη σου λέω... Μην γίνεσαι σαχλαμάρας!

Got a better definition? Add it!

Published