Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε ένα άτομο όταν είτε γενικότερα συγκεντρώνει κι εκδηλώνει τα χαρακτηριστικά του Σπιρτούλη είτε μια πράξη, ενέργεια ή παράλειψή του παραπέμπει σε αυτές του Σπιρτούλη.
Το λήμμα έχει ως πηγή του τον Σπιρτούλη, ένα από τα Στρουμφάκια που κατοικούν στο κίμπουτζ που ονομάζεται Στρουμφοχωριό. Είναι ο χαρακτήρας με τα γυαλιά, ο οποίος όπως όλα δείχνουν (φυσικά μόνο στα δικά του διοπτροφόρα μάτια) προαλείφεται για διάδοχος του Μπάρμπα-Στρουμφ. Κάθε φορά που επιδιώκει να συντονίσει και να καθοδηγήσει τα στρουμφάκια, κάθε φορά που αναμειγνύεται ή εμπλέκεται σε ο,τιδήποτε λόγω δικών του (;;;-ανάλυση παρακάτω) αστοχιών, τα αποτελέσματα είναι άσχημα με την κωμική πάντα πλευρά.
Έτσι λοιπόν Σπιρτούλης χαρακτηρίζεται αυτός που παριστάνει τον ξερόλα, τον εξυπνάκια, στην ουσία όμως δεν κάνει τίποτα παρά να αερολογεί και να φαμφαρολογεί άνευ ουσίας. Επίσης αυτός που πράττει ή παραλείπει κάτι με αποτέλεσμα είτε να έχουμε ένα κωμικό αποτέλεσμα, είτε απλά να παρεμποδίζει-ενοχλεί τους άλλους χωρίς να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια.
Κοινωνιολογική ανάλυση: Μεταξύ αστείου και σοβαρού πρέπει να ειπωθεί πως ο χαρακτήρας του Σπιρτούλη στην ομώνυμη παιδική σειρά υποκρύπτει και κοινωνιολογικά στοιχεία. Αναμφισβήτητα αποτελεί το διάδοχο του Μπάρμπα-Στρουμφ (και τα δικά μου μάτια διοπτροφόρα είναι, ίσως φταίει αυτό) - μια σύγκριση με τα υπόλοιπα στρουμφάκια, το ρόλο και την εν δυνάμει καθοδηγητική τους ικανότητα πείθει για αυτό. Τι να πιάσουν μπροστά του ο Ξεφτέρης (απλά τον χρησιμοποιούν για την κατασκευή έργων υποδομής στο χωριό, όπως φράγματα, γιοφύρια κλπ. ), ο Χαχανούλης, ο Μελένιος, η αυτάρεσκα μπαμπάτσικια Στρουμφίτα κλπ; Απλά ίσως και στη μικρογραφία της κοινωνίας όπως αυτή εύστοχα παρουσιάζεται στη σειρά, όταν κάποιος αναμφισβήτητα ξεχωρίζει, αυτόματα καθίσταται αντικείμενο εμπάθειας από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας, με αποτέλεσμα είτε να μεγαλοποιούνται ηθελημένα οι αρνητικές συνέπειες των πράξεών του, είτε (και αυτό είναι το χειρότερο κοινωνιολογικά) τα άσχημα κατά περίπτωση αποτελέσματα να είναι συνέπεια της υποσύνείδητης (ή κεκαλυμμένης συνειδητής, άραγε) - εμπαθούς άρνησης των μελών της κοινότητας να τεθούν υπό τις οδηγίες του αναδυόμενου νέου αρχηγού, και άρα να ευθύνονται αυτοί για τις συνέπειες.
ΦΥΣΙΚΑ η χρήση του όρου στην καθημερινότητα δεν λαμβάνει υπόψη αυτή την κοινωνιολογική προσέγγιση, ΑΚΡΙΒΩΣ γιατί κανένας μας δε θέλει να το παραδεχτεί πως συμβαίνει, αφού εξάλλου κι εμείς το ίδιο θα κάναμε και κάνουμε στην καθημερινότητά μας.
Έτσι λοιπόν τα ακόλουθα παραδείγματα περιορίζονται στο πρώτο επιφανειακό επίπεδο.
Οδηγώ στο κέντρο κι ενώ ετοιμάζομαι να επιταχύνω για να κολλήσω στον μπροστινό μου, ξαφνικά κάποιος πετάγεται από δεξιά και παρεμβάλλεται μεταξύ μας. Οπότε εγώ: «Τι κάνεις ρε Σπιρτούλη;»
- Παιδιά πάω να φέρω και το γλυκό!
(............................................)
- Καλά ρε σπιρτούλη, έκανες τσιζ-κέικ και ξέχασες να βάλεις κρέμα και μαρμελαθείτσα; Τι να την κάνουμε σκέτη τη βάση του;
-Όχι ρε, πήγαινε για αφράτο κέικ, αλλά ξέχασα να βάλω Μπεκεμπάουερ.
-Ο.Κ., τότε πιάσε την τουρτίτσα που σου φέραμε.
- Μας τον παρουσιάζανε για σπίρτο τον Ονούφριο και τελικά αποδείχτηκε σπιρτούλης.
- Ναι ρε! Αν δε δεις αποτελέσματα πανελληνίων μη σχηματίζεις άποψη για κανέναν, όλα εκεί φανερώνονται. Α, τι έγινε με την ειδικότητα, άνοιξε καμιά θέση στο νοσοκομείο που περίμενες;
- Μαν, πρέπει να κλείσω, πρέπει να πάω να παραδώσω μια βιαστική παραγγελία.
Χρησιμοποιείται ανετότατα και ως προσφώνηση καλωσορίσματος:
«Πού 'σαι ρε Σπιρτούλη, χάθηκες τελευταία!», «καλώς το Σπιρτούλη»