Καλωσορίσατε σε ένα διαφωτιστικό μάθημα πουτσολογίας. Το λήμμα μπορεί να αναφέρεται σε:

  1. υπερανεπτυγμένη γυναικεία κλειτορίδα, που θυμίζει μικροσκοπικό φαλλό.

  2. χειρουργικά ανακατασκευασμένο γεννητικό όργανο σε τρανς άνδρα, ή το αντίστοιχο αξεσουάρ τρανς γυναίκας, προτού αφαιρεθεί.

  3. δονητάρι. (Ιδίως όμως το πρωκτικό, mini-dildo.)

  4. πλαστικό πέος, μη λειτουργικό, αλλά ως εσωτερικό επίθεμα σε εσώρουχο draq king.

  5. ανδρικό πέος μικρών διαστάσεων. Εδώ η χρήση είναι καθαρά ειρωνική. (αγγλιστί needle-dick)

  6. χαϊδευτική προσφώνηση μεταξύ φίλων, ασχέτως φύλου.

σχολιαστής σε φωτό γυναίκας μποντι μπίλντερ: "αυτό ανάμεσα στα πόδια της μοιάζει με πουτσάκι ;) "

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασικό παράδειγμα στιχουργικού σαρδάμ που δημιουργεί η φαντασία μας, όταν τα αυτιά μας κάνουν πουλάκια. Ακούμε ένα τραγούδι και, είτε επειδή δεν πιάσαμε καλά τον στίχο, είτε επειδή ο στίχος ήταν πολύ ασυνήθιστος ή δεν ταίριαζε καλά με την μελωδία, εμείς συμπληρώνουμε τα κενά της ακοής μας με ό,τι μας έρχεται πρόχειρο στο νου. Η σωστή λέξη για την περιγραφή αυτού του φαινομένου είναι 'παράκουσμα'.

Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι κανένας δεν μπορεί να διακρίνει το λάθος μας, γιατί είτε πούμε 'Πάλι Μόνος' είτε 'Παλημώνος', στο αυτί του τυχαίου ακροατή είναι το ένα και το αυτό.

Δια στόματος Μπιθικώτση:
Αχ, ψευτικιάτικε ντουνιά, οοοοοό....

Παλινωδία του Ελύτη:
Θέλει νεκροί χιλιάδες
να 'ναι στους τροχούς,
θέλει κι η Ζωντανίνα
δίνουν το αίμα τους...

Παράκουσμα Πλούταρχου:
Κι η μοναξιά με πνίγει, πάει να με τρελάνει,
μα τόνισα την πρόκα, στην παλάμη της καρδιάς..

Παράκουσμα Μαζωνάκη:
Με τα μάτια Ανατολές, οτι νοιάζεσαι για μένα..

Παράκουσμα Βουγιουκλάκη:
Με ένα λουλούδι κόκκινο γεράνι είσαι στη γλάστρα..

Παράκουσμα Καρβέλα:
Όλα είν'εντάξει, όλα είν'ωραία,
δύναμη και τάξη
είμαστε παρέα...

Στιγμιαίο λάθος από Πασχάλη:
Παραδώσου λοιπόν, πάρε φόρα μωρό μου!

Άσμα της Δέσποινας Βανδή:
Και πάλι βρήκα τον λάθος άνθρωπο για ν'αγαπήσω,
μα τώρα είναι αργά για να γυρίσω,
μαζί σου έχω αγάπη μου παιδί...

Και ένα τελευταίο από Ειρήνη Μερκούρη:

Νιώσε τη στιγμή, είμαστε μαζί, όλα είναι τέλεια,
θεοί και δαίμονοι, δίχως αφορμή φέρνεις την συντέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουρωμένος, λιώμα, γκολ, χικ.

Έσκασε μύτη ξημερώματα, ντε Γκολ και είχε όρεξη για καβγά.

Got a better definition? Add it!

Published

Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.

  1. - Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;

  2. - Απαγορεύεται το καπίνισμα!

  3. - Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνικότατης προέλευσης λέξη, που χρησιμοποιείται συχνά από καμένους χρήστες του ίντερνετ για να δηλώσει επιβράβευση, κατ' αντιστοιχίαν του respect (ρησπέκτ ή σπεκ).

Η χρήση της λέξης διαδόθηκε από άγγλους ιντερνετάδες σε όλο τον κόσμο, αλλά επισήμως είναι ελληνική και μάλιστα ομηρική: το κῦδος= η τιμή.

(e-καμάκι)

-Ωραία φωτό. Kudos κοπελιές :)))

Αρ-κῦδος (από Vrastaman, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που διαθέτει ευμεγέθη και παράλληλα στρογγυλό κώλο. Να μην συγχέεται με την κάθε τυχάρπαστη χοντροκώλα, καθώς στην περίπτωση της καρπουζοκώλας, οι γλουτοί είναι σφιχτοί και σφαιρικοί, αυτό που λέμε τριζάτοι. Είναι αισθητικό το θέμα.

Δεν αρνούμαστε και στους εκπροσώπους του αρσενικού φύλου, το προνόμιο να χαρακτηρίζονται καρπουζοκώληδες.

1. Στον 1ο κυκλο εχει φαρδια περιφερεια και ειναι λιγο καρπουζοκώλα,την οποια οι ενδυματολογοι την κρυβουν ωραια με μπλουζες φορεματα ...

2. Τρελή καρπουζοκώλα ... 5 αστέρων! Γιατι έτσι μας αρέσουν ...

(από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που φωτογραφίζει έναν κρυφογκέι, ο οποίος προσπαθεί να καλύψει αυτό που ο κόσμος έχει τούμπανο, μέσα από σχέση αλληλοκάλυψης με γυναίκα.

Φυσικά και δεν πηδάει την εκάστοτε «Μακρυπούλια».

- Έναν άντρα σαν τον Μιχάλη θέλουμε όλες!
- Ναι, σωστό κι αυτό!
- Δεν κατάλαβα;
- Ο Μιχαλάκης σου την πηδάει την Μακρυπούλια κανονικότατα!

Βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ακολουθεί την οδυνηρή διαπίστωση ότι το αγόρι βγήκε αγορίνα. Τσάμπα τα κεράσματα του πατέρα στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε γιο...

  1. Και καλά εμένα φίλε μου, χεσμένο με έχεις, τον δόλιο τον πατέρα σου που κέρναγε τρεις μέρες στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε αγόρι δεν τον σκέφτεσαι που θα βρει αυτούς που κέρασε να πάρει τα λεφτά του πίσω;

  2. Tι να πω ρε. Κρίμα τα ουίσκι που κέρναγε ο πατέρας του στην Οκλαχόμα όταν έμαθε οτι έκανε γιο

  3. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!».

Azis εκ Βουλγαρίας (από malakia, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η απομίμηση φιρμάτου ρούχου, που κυκλοφορεί συνήθως στις λαϊκές αγορές ή σε κινέζικα, στο 1/10 της τιμής του αυθεντικού. Έτσι μπορεί ο καθένας να δηθενιάζεται, φορώντας το κροκοδειλάκι Lacoste ή το σήμα της Nike, χωρίς να ξηλωθεί και πολύ.

- Αλβανός-Αλβανός, αλλά η μπλούζα lacoste!
- Μάλλον λαϊκόστ, επειδή την πήρε από την λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπές επίρρημα που απλώς σημαίνει πολύ.

(Σημειωτέον πως δεν είναι σωστοί οι τύποι ταμάλα, όπως λανθασμένα το γράφουν πολλοί, ούτε βεβαίως τα μάλλα! Πρόκειται για ένα ακόμα επίρρημα του στυλ τα μείζω, τα κρείττω, τα χείρω, κλπ.)

Οι νεότερες γενιές το ανακάλυψαν και το κατέστησαν σλανγκ της καθομιλουμένης, χάρη στον πασίγνωστο τηλεοπτικό καθηγητή Κωνσταντίνο Καντακουζηνό, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία για να διατρανώσει το διανοουμενιλίκι του μέσα από απαρχαιωμένο πλέον λεξιλόγιο που μοιάζει ακατάληπτο στους φυσιολογικούς ανθρώπους του περίγυρού του.

Αυτόματα λοιπόν η έκφραση τα μάλα παίρνει μια ειρωνική χροιά, όταν χρησιμοποιείται από μη διανοούμενο, στον καθημερινό λόγο. Μια τέτοια διάθεση ειρωνείας φανερώνει το αιώνιο χάσμα μεταξύ της λόγιας και καθομιλουμένης ελληνικής που ακόμα και σήμερα είναι ένα θέμα.

  1. Η Ελένη Μενεγάκη«συμβάλει τα μάλα στην αποβλάκωση της ελληνίδας νοικοκυράς».

  2. - Γκαρσόνα με εκνευρίζεις τα μάλα!
    - Κι εσύ τα μαλάκα!

  3. Ομάδα στο Facebook: Με εκνευρίζεις ΤΑΜΑΛΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified