Γυναίκα που διαθέτει ευμεγέθη και παράλληλα στρογγυλό κώλο. Να μην συγχέεται με την κάθε τυχάρπαστη χοντροκώλα, καθώς στην περίπτωση της καρπουζοκώλας, οι γλουτοί είναι σφιχτοί και σφαιρικοί, αυτό που λέμε τριζάτοι. Είναι αισθητικό το θέμα.

Δεν αρνούμαστε και στους εκπροσώπους του αρσενικού φύλου, το προνόμιο να χαρακτηρίζονται καρπουζοκώληδες.

1. Στον 1ο κυκλο εχει φαρδια περιφερεια και ειναι λιγο καρπουζοκώλα,την οποια οι ενδυματολογοι την κρυβουν ωραια με μπλουζες φορεματα ...

2. Τρελή καρπουζοκώλα ... 5 αστέρων! Γιατι έτσι μας αρέσουν ...

(από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξενέρωτη γκόμενα. Ντεκαβλέ. Ψυχρή συναισθηματικά και ερωτικά, και συνεπώς άπαρτη.

Βλ. -μούνα.

Από το νέτι:

-Καμια κρυομουνα ξενερωτη ψευτοσεμνοτυφη γκομενα θα εισαι! Απο μπροστα παρθενα και απο πισω μπαινουν τρενα! Αντε και γαμησου ρε τσολι ...

-Η καλεσμένη Σπεράντζα Βρανά χαρακτήρισε ανύπαντρη 35άρα τηλεθέατρια που επί 5 χρόνια δεν είχε σχέση, «κρυομούνα».

-Ποιο να'ναι το αντιστοιχο του «μαλακοκαυλης»για τις γυναικες; Υποθετω«κρυομουνα»;

Η πιο κρυομούνα από τα Bond girls. (από Khan, 28/11/12)

βλ. και παγόμουνο, ice queen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεαρό γκομενάκι, που ηλικιακά βρίσκεται ένα επίπεδο μετά το παστάκι (23+). Είναι πιο ανέμελο, πιο φευγάτο, πιο ανεξάρτητο, πιο κατασταλαγμένο και κατά κανόνα πιο σεξουαλικά απελευθερωμένο.

Ο όρος είναι unisex, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τα αγόρια.

1. Πλήρως pidixable γκομενί...

2.Το Νίτρο κάποτε ήταν κάτι, τώρα είναι μέσ'τη διαφίμηση κ τη βλακεία. Ένα γκομενί της προκοπής δεν έχει...

3. Στήθος ή μπούτι; Οικογενειακή θαλπωρή ή αλανιάρα γκομενί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό πατρινό slang που σημαίνει: το φχαριστήθηκα, το καταχάρηκα -συχνά, με την κακεντρεχή έννοια.

  1. Γαμάτο ποστ! Πάγωσα, «πνίγηκα», και χάρηκα μαζί σας. Μόνο σουβλάκια δεν έφαγα!

2.ΕΦΑΓΑ ΣΟΥΒΛΑΚΙΑ! ΜΠΡΑΒΟ ΜΕΓΑΛΕ.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους Αχαιούς, ως υπερθετικό του μαλαπέρδας. Διότι, στην Μιναρούπολη, όπου ''Το Μινάρειν εστίν φιλοσοφείν'' ο μαλαπέρδας (> μαλαπέρδα, ιταλογενής απόδοση του ανδρικού μορίου) αποκτά επιπροσθέτως και την ιδιότητα του μαλάκα.

Για απάντα ρε μαλακαπέρδα σε αυτά που λέω! Όταν δεν έχουμε επιχειρήματα βρίζουμε;

Ρε Μήτσε, πίασε την mala perdah κι έλα να σοβατίσουμε! (από MXΣ, 27/11/12)Δείτε και το βίδεο για πιό πολλές info επί του καναπέως... (από MXΣ, 27/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ακολουθεί την οδυνηρή διαπίστωση ότι το αγόρι βγήκε αγορίνα. Τσάμπα τα κεράσματα του πατέρα στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε γιο...

  1. Και καλά εμένα φίλε μου, χεσμένο με έχεις, τον δόλιο τον πατέρα σου που κέρναγε τρεις μέρες στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε αγόρι δεν τον σκέφτεσαι που θα βρει αυτούς που κέρασε να πάρει τα λεφτά του πίσω;

  2. Tι να πω ρε. Κρίμα τα ουίσκι που κέρναγε ο πατέρας του στην Οκλαχόμα όταν έμαθε οτι έκανε γιο

  3. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!».

Azis εκ Βουλγαρίας (από malakia, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρόνια άπαρτος και γι'αυτό ανωμαλιάρης, που την βάζει ανεξέταστα σε κάθε πιθανή τρύπα, αγνοώντας ότι τέτοιες μεθόδοι είναι ενίοτε βλαπτικές..

Δευτερευόντως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εσχάτη προσβολή σε επαρχιώτη τύπο, ή σε αμόρφωτους και ανίδεους.

Μερικά συνώνυμα είναι τααιγοκμπήκτης, κατσικομπήχτης, γιδογάμης, κατσικαρέας, κτλ. Εναλλακτικά, υπάρχει και ο γαϊδουρογάμης.

1.Πολιτικός διάλογος σε φρούμιο:

- Πραγματικά ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΑ ΜΠΕΝΝΥ ή και ΓΑΠ ξανά
(για τους οποίους οι φανατικοί ξέρουν τις απόψεις μου),
παρά Τσίπρα ή Αλέκα ή Κουβέλη ....
- Ρε γιδοσπρώχτη, ακόμη να φύγεις από τα χειμαδιά;

  1. Κρητική μαντινάδα:

Σου συνιστώ επίσκεψη στον Ομαλό να κάμεις,
μπορεί για σένα να βρεθεί κανένας γιδογάμης.

(από Vrastaman, 15/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιο λεπτός τρόπος για να πεις οτι κάποια είναι λεσβία. Όταν δεν παίζει πλακωτό, τρώει ψάρι πλακί.

Διάλογος το θρυλικό bourdela.com:

- Γι'αυτό την λέω λεσβία. Νταραβεριζότανε και με την Καρύδη ένα φεγγάρι.
- Και η Καρύδη το τρώει πλακί το ψάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ' ορισμού, ο χαρακτηρισμός πρέπει να εξαντλείται στο γυναικείο φύλο (άντρας και άκαυλος δεν συνάδει, διότι ως γνωστόν, όταν ο άντρας θέλει να πηδήξει...). Για του λόγου το αληθές, ρωτήστε τον Γούγλη ποιο γένος προτιμά και συγκρίνετε τα αποτελέσματα.

Αλλά ας γυρίσουμε στα της άκαυλης. Όπου, άκαυλη είναι αυτή που καυλώνει δυσκόλως.

Πρακτικά και συμπυκνωτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι άκαυλη είναι κάθε γυναίκα που εφευρίσκει δικαιολογίες για να αποφύγει την σωματική επαφή. Σε αυτή την περίπτωση, για να καυλώσει (τρόπος του λέγειν), θα πρέπει να εξασφαλίσει πρώτα κάποιες ελάχιστες απαιτούμενες συνθήκες. Αυτές ποικίλουν από γυναίκα σε γυναίκα (πχ: απόλυτο έλεγχο επί του αρσενικού, σεβασμό και άλλα πειστήρια αφοσίωσης, αφρικανικών διαστάσεων εξοπλισμό, κτλ,κτλ..). Όχι σπάνια, μια άκαυλη γυναίκα μπορεί να προβάλει ένα αυστηρό διαννοουμενιλίκι που υποκρύπτει βεβαίως μια προσπάθεια υποκατάστασης της ακαυλοσύνης της από μία επίπλαστη εγκεφαλικότητα..

Το είδος που απαντάται πιο συχνά, είναι η άκαυλη γυναίκα που, αν και δίνει ευχαρίστως φίφα, ωστόσο δεν προσφέρει ποτέ το αιδοίο της για τα περαιτέρω. Απλώς συμμετέχει κατά το ήμισυ, έτσι για να ευχαριστήσει τον γκόμενο για την προσοχή που της έδειξε.

Δευτερευόντως υπάρχει και η άκαυλη γυναίκα που εξιτάρεται τηλεφωνικώς ή ιντερνετικώς με ευκολία, αλλά για συνάντηση από κοντά δεν το συζητά καν. Εδώ θα πρέπει να υποπτευθεί κανείς ότι είναι (ή αισθάνεται) κάπως σαύρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κακό σεξ σε κάθε του έκφανση. Ειδικότερα:

  • Η γυναίκα που κατά την σεξουαλική πράξη συμμετέχει με τον ίδιο βαθμό ευλυγισίας και ζωντάνιας, όσο ένα πτώμα μέσα στην κάσα,
  • Η φάση όπου κάθε αποτυχημένη προσπάθεια ανύψωσης του ηθικού του άνδρα καταλήγει σε μοιρολόι (βλ. τον πούτσο κλαίγανε),
  • Η σεξουαλική συνεύρεση με μικροchoochooνο άνδρα. Μεγάλα κέφια,
  • Το σεξ με μια συντηρητική γυναίκα, συνήθως αγαμήτου και απάρτου, όπου το κλίμα είναι πραγματικά πολύ βαρύ και θυμίζει νεκρώσιμη ακολουθία,
  • Όταν η σεξουαλική συνεύρεση είναι τόσο ανεβαστική, που στέλνει τον συμμετέχοντα-κάποιας-ηλικίας κανονικά στα ουράνια.

Από βίντεο-παρωδία της σειράς Lola:

- Μπάζο, ηλίθια, κρεβατοκηδεία!
- Σε παρακαλώ, έχω βγάλει 135 στο τεστ IQ του Κοσμολόλιταν!

Πέμπτη περίπτωση (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified