Σλανγκικό γραμματικό φαινόμενο των '80ζ όπου η κατάληξη άκλιτων ξενικών λέξεων σε -ους εκλαμβάνετο ως αιτιατική πληθυντικού και η λέξη μετά κλινόταν κανονικά.

1α. Ο Νέος παίζει με τις ώρες μπούμπλε και ο Ντόντος ωρύεται κάθε πέντε λεπτά δίπλα στ' αυτί του: «Τους μπόνους ρε μαλάκα! Τους μπόνους!»

1β. Μη φωνάζεις ρε μαλάκα! Έχασα τον μπόνο! (Σημείωση: να μη συγχέεται με τον μεταγενέστερο μπόνο)

2α. Γιαννάκη, άσε πια τους μικιμάους και διάβασε λίγο Πατριδογνωσία!

2β. Αυτός ο μικιμάος στην τηλεόραση έχει πολλή πλάκα!

  1. Όλο σε εκθέσεις αυτοκινήτου πας. Έχεις γεμίσει το σπίτι προσπέκτους. Μάζεψέ τους τουλάχιστον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντεκαβλέ, το αντισέξ, αυτό που σου μπαμπάει τη λίμπιντο.

(Νοείται με την ενεργητική έννοια. Όχι επειδή είναι αλλά επειδή σκόπιμα έχει γίνει).

Εκ του κλασσικού στρατιωτικού ούρμπαν λέτζεντ (βλ. έτερο ορισμό).

Κρέντιτ: ironick

- Και τελικά πώς γλύτωσες απ' το βαμβακούλα;
- Στην αρχή της έπιασα μια κουβέντα εντελώς αντικούκου, ξέρεις, ιστορίες από στρατό και τέτοια, αλλά δεν έπιασε, οπότε στο τέλος αναγκάστηκα να της πω ότι είμαι τομπαίρνουλας.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιστικό κίνημα που δημιουργήθηκε εσχάτως* και πρεσβεύει την επιστροφή στην παλιά καλή χρήση του αορίστου ως προστακτική.

(* δηλαδή από τότε που άρχισε να μαζικοποιείται η επαναφορά της ορθής προστακτικής εκτοπίζοντας τον κλασσικό αόριστο και να εμφανίζονται στην τηλεόραση ατάκες του στυλ «Επίλεξε το δικό σου κινητό»)

Η ιστορία ξεκινάει τη χρυσή εποχή της Καθαρεύουσας.
Επειδή ο απλός λαός είχε αντιληφθεί διαισθητικά το μυστικό, ότι όσο πιο ξύλινο ακούγεται κάτι τόσο πιο σωστό θα πρέπει είναι, άρχισαν όλοι να υπερβάλλουν εαυτούς και να συναγωνίζονται ποιος θα μιλήσει πιο καθαρευουσιάνικα. Σύντομα το «οψάριον» του Κοραή ήταν απλώς οδοντόκρεμα. Και εκεί είναι που τρυγήθηκαν οι πρώτοι πραγματικοί καρποί της Καθαρεύουσας. Σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε μαργαριτάρια γιατί τότε ολόκληρη η Καθαρεύουσα θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ένα γιγαντιαίο υπερμαργαριτάρι.
Ένας από τους καρπούς αυτής της διαδικασίας ήταν και η δημιουργία μιας νέας προστακτικής, που προέκυψε από την αντικατάστασή της με τον αόριστο τρίτου προσώπου (όπως π.χ. «υπέγραψε!»), απλά γιατί έτσι ακουγόταν πιο κυριλέ!

Τελικά η Καθαρεύουσα κάποια στιγμή αραίωσε όμως τα κατάλοιπά της άργησαν να εξαλειφθούν. Χρειάστηκε να μπούμε με τα μπούνια στον 21ο αιώνα για να ξαναγίνει ο αόριστος προστακτική.

Σήμερα λοιπόν, ως αντίδραση στην ολοένα αυξανόμενη υιοθέτηση της ορθής προστακτικής από τη μπασκλασαρία, το νέο αυτό σλανγκικό κίνημα πρεσβεύει ότι:

  1. Η σλανγκ πρέπει να διαφέρει από την καθομιλουμένη, άρα «αν όλοι το κάνουν πλέον έτσι, εμείς θα το κάνουμε πάλι αλλιώς».

  2. Η σλανγκ αγαπάει την εξέλιξη αλλά αγαπάει και την παράδοση. Με την επιστροφή στον αόριστο γίνεται ταυτόχρονα ένα βήμα πίσω αλλά κι ένα βήμα μπροστά! Ποιο είναι αυτό; Ότι:

  3. Αντικαθίστανται πλέον όλες οι προστακτικές με αόριστο τρίτου προσώπου. Έτσι:

Όχι μόνο το ακούστε ξαναγίνεται ακούσατε αλλά και το δείτε γίνεται είδατε!

Όχι μόνο το επίλεξε ξαναγίνεται επέλεξε αλλά και το έλα γίνεται ήρθες!

Γιατί το θέμα δεν είναι να μιλάμε σωστά Ελληνικά.
Το θέμα είναι να μιλάμε και να κεντάμε!

Διαδώσατε κι εσείς το νέο αυτό κίνημα! Μπήκατε κι εσείς στην ολοένα αυξανόμενη παρέα μας!

κουλ διαφημιστής: (Δείτε)Είδατε το νέο μας κατάλογο!

ψαγμένο παιδάκι: Μαμά (πάρε)πήρες μου γαριδάκια!

προχώ Πάριος: (Έλα)Ήρθες να πάμε στο νησί η μάνα σου εγώ κι εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ μάτσο άντρας, ο γαμάω, ο έχων μεγάλες αρίδες, κάτι σαν το Λούκυ Λουκ ένα πράμα.

Έλεος πια με τους ειδικούς φρουρούς! Και το τελευταίο κομματόσκυλο έχει από έναν αριδά στην πόρτα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πρεζάκιας που τραβάει χαρμάνα, σε κατάσταση στέρησης

  2. Τελειωμένο πρεζόνι.

Προέρχεται από την αρρώστια της πρέζας δηλαδή το σύνδρομο στέρησης και την τάση που έχουν τα ζάκια να τα υποκορίζουν όλα (και να μιλάνε γενικά και με ψιλή φωνή).

Παράγωγο: το ταλαιπωράκι της Αννίτας.

  1. Ο εξαρτημένος γενικότερα (καψούρα, νετ, τζόγος και τέτοια)
  1. - Φιλαράκι μήπως έχεις ένα πεντάευρο; Είμαι δυο μέρες αρρωστάκι!

  2. - Μην ξαναπαρκάρεις Μεταξουργείο. Είναι τίγκα στα αρρωστάκια! Σου σπάνε τζάμι για τα κέρματα που έχεις στο χειρόφρενο!

  3. - Αρρωστάκι ο Τζες με τη Μαρία!
    - Ε φυσικά, αφού τον έχει στο φτύσιμο!

(από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικός ήχος κόμιξ που κάνει ένα διεγηρμένο αιδοίο καθώς συσπάται και ανοιγοκλείνουν τα χείλη του.

Η ατάκα συνοδεύεται από χειρονομία του δείκτη και του αντίχειρα που, τεντωμένοι και με φορά προς τα κάτω, ανοιγοκλείνουν γρήγορα, σε απόσταση χιλιοστών, προσομοιάζοντας τις συσπάσεις του αιδοίου.

- Κοίτα ρε συ τα πιπίνια κάτι ξέκωλα που φοράνε!
- Ε βέβαια! Βικ-βικ κάνει το μουνάκι τους!

(από protnet, 18/09/10)(από suxumuxu, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό μαγαζί που αναλαμβάνει γάμους, στη γλώσσα των φωτογράφων.

- Γιώργο παιδί μου, όταν τελειώσεις με τη φωτογράφηση έλα λίγο στο γραφείο μου.
- Τι με θέλετε, πάτερ;
- Σκέφτομαι να ανοίξω ένα γαμάδικο δίπλα στην εκκλησία κι ήθελα τη γνώμη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο επίθετο που χαρακτηρίζει πέος σε ημιστύση, ούτε γκαβλωμένο, ούτε αγκάβλωτο, ντεμί.

- Αμάν πια αυτός ο Τάκης, μια ώρα του την έπαιζα και πάλι γεμελέ ήταν.
- Εμ βέβαια, Τασία μου, ένα μπουκάλι Τσώνη κατέβασε χτες στον Κεκεμπάνο, τι περίμενες;

Φίλιππος Νικολάου - Μεγιέ μελέ (από allivegp, 18/09/10)(από suxumuxu, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθομαι με τις ώρες στο YouTube, συνήθως μέσω της αέναης ακολουθίας των related videos, με ή χωρίς τη συνοδεία τσιγάρου/καφέ/αλκοόλ/ναρκωτικών.

Βλ. και youtube poop

- Πώς είσαι έτσι, ρε μαλάκα; Δεν κοιμήθηκες καθόλου;
- Μπα... Γιουτιουμπάριζα όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified