Οι δραχμές, σε αντίθεση με τα ευρώ.

- Ένα μπαλάκι μου βγήκε το μαλλί!
- Τι; Ευρώ;
- Όχι ρε! Ελληνικά λεφτά!

Με αυτό αγοράζαμε 45αράκι! (από Vrastaman, 21/09/10)νταξ, και τα ξένα λεφτά καλα είναι (από perkins, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ βλάκας, ο εντελώς τελείως.

Σχετικά με την ετυμολογία οι γνώμες διχάζονται. Άλλοι λένε ότι παράγεται από το παν + βλάκας (κατά το πανγαμάτωρ) με την παρεμβολή ενός ι για να είναι πιο σένιο και άλλοι ότι παράγεται από το αρχαίο επίρρημα πάνυ που σημαίνει πάρα πολύ.

Και τα τέσσερα χρησιμοποιούνται αβέρτα και η σειρά με την οποία μπήκαν στο λήμμα εκφράζει τη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται στη γούγλη.

Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση.

Και πανίβλακας και θρασύς. Θεέ Αντώναρε.. (από εδώ)

φάλαινα όρκα έφαγε τον (πανύβλακα καριόλη) εκπαιδευτή της (από εδώ)

Και από την άλλη το άλλο Νεοεποχικό φρούτο, ο Γιωργάκης (λαμόγιο δεν μπορώ να τον πω γιατί είναι πανύβλαξ και έχει συνεπώς το ακαταλόγιστο)... (από εδώ)

Θα προτιμούσα αντί να με αποκαλείς πανίβλαξ να πρότεινες κάτι πιο επικοδομητικό... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα αγνώστου προελεύσεως (προφ ενδοπελοποννησιακή) που διαδόθηκε ευρέως με την ταινία «Τσίου».

Σημείωση 1: Ο γράφων την έχει ακούσει σε διάφορες φάσεις, όλες μετά την ταινία, όπως από φορτηγατζή στην Πατησίων, από γκόμενα προς άλλη γκόμενα κλπ και δεν αμφιβάλει για τη σλανγκύτητα της.

Σημείωση 2: Σε προσωπική κουβέντα με το σκηνοθέτη του «Τσίου» Μάκη Παπαδημητράτο, μου είπε ότι ούτε κι αυτός γνωρίζει την προέλευση της ατάκας καθώς δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο και την είπε η ατομάρα που ακούει στο όνομα Ερρίκος Λίτσης (που υποδύεται το Στέλιο), όταν έμαθε ότι το όνομα αυτού που θα έβριζε ήταν Μπακατσιάκος τουτέστιν εξ Μάνης.

Στέλιος το στυλιάρι: «Πούστη Μπακατσιάκο, θα σου βάλω τον Ταΰγετο στον κώλο πέτρα-πέτρα!»

(από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για τις μαυροφορεμένες Πομάκες στη Θράκη.

Προέλευση του όρου:

Οι Πομάκοι είναι ιθαγενής ελληνική μουσουλμανική μειονότητα και κατοικούν στους Νομούς Ξάνθης και Ροδόπης. Οι γυναίκες φοράνε χειμώνα-καλοκαίρι μαντίλα και μακρύ μαντό (κάτι σαν παλτό). Αν και παραδοσιακά ντύνονται πολύχρωμα (βλ. μήδι 1, -διατηρείται πλέον μόνο στην ορεινή Ξάνθη), η επίδραση του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού επέταξε τελικά το μαύρο ντύσιμο (μήδι 2) και μερικές καλύπτουν με τη μαντίλα ακόμα και το στόμα τους, έτσι ώστε το μόνο που φαίνεται είναι η μύτη τους.

Ο υβριστικός χαρακτηρισμός του πιγκουίνου προήλθε από κάποιους ασυνείδητους οδηγούς (κυρίως φοιτητές) που, όταν έβλεπαν Πομάκα ντυμένη ως άνω να περνάει το δρόμο -ειδικά δε αν ήταν κοντή ή/και χοντρή- επιτάχυναν το αυτοκίνητο, για να τη δουν να τρέχει γρήγορα, φέροντας έτσι μεγάλη ομοιότητα με το συγκεκριμένο πτηνό.

- Ένας πιγκουίνος!
- Πάτα γκάζι! Πάτα γκάζι!

(από protnet, 20/09/10)(από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.

  2. Με διαφορά, άνετα.

  3. Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.

Συνώνυμο του στάνταρ.

  1. Το απόλυτο πασπαρτού, η απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Κατάλληλο για αλλοδαπούς που θέλουν να μάθουν να μιλάνε ελληνικά σε 10 δευτερόλεπτα.

Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.

Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.

  1. - Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
    - Χαλαρά!

  2. - Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!

  3. - Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.

- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.

(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).

  1. - Συγγνώμη είστε από δω;
    - **Χαλαρά!***
    - Ξέρετε πού είναι η οδός Ανθέων;
    - **Χαλαρά!***
    - Ωραία! Πού είναι;
    (αόριστο δείξιμο με το χέρι) - **Χαλαρά!****
    - Α, ευχαριστώ πολύ!
    - **Χαλαρά!*****
  • Ναι
    ** Προς τα κει
    *** Δεν κάνει τίποτα

(από protnet, 20/09/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρό μικρόφωνο με μεγάλη ευαισθησία που κλιψάρει στο πέτο και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις ειδήσεις.

Για στερεοφωνική λήψη χρησιμοποιούνται δύο ψείρες, μία σε κάθε πέτο.

Διευθυντής φωτογραφίας: Το πλάνο είναι πολύ γενικό, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μπουμ.
Σκηνοθέτης: Δεν πειράζει, θα το κάνουμε με ψείρες και θα το στρώσουμε στο ποστ.

(από protnet, 19/09/10)[00:55-1:02] "Η ψείρα όπως λέει μια παροιμία αμα χοτάσει βγαινει στο γιακά" και γίνεται μικρόφωνο στο πέτο (από GATZMAN, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Μακρύ κοντάρι που στην άκρη του φέρει ευαίσθητο κατευθυντικό μικρόφωνο και χρησιμοποιείται στην κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή για να συλλαμβάνει τις ομιλίες των ηθοποιών (αγγλικά: boom).

Ο χειριστής του ονομάζεται μπούμαν (αγγλικά: boom man) και μαζί με τον ηχολήπτη, ίσως από επαγγελματική ευσυνειδησία, είναι οι δύο πιο ήσυχοι άνθρωποι σε ένα πλατώ. Για το λόγο αυτό, όλοι τείνουν να παραβλέπουν ότι ο μπούμαν κάνει την πιο κουραστική δουλειά εκεί μέσα και τους κάνει μεγάλη εντύπωση όταν, μετά από ώρες γυρίσματος, έντασης και καυγάδων όλων των υπολοίπων μεταξύ τους, πετάει ξαφνικά κάτω το μπουμ και φεύγει βρίζοντας.

Στις ερασιτεχνικές παραγωγές δεν χρησιμοποιείται καθόλου μπουμ. Στις ημιερασιτεχνικές χρησιμοποιείται σκουπόξυλο.

  1. Οργισμένη κραυγή του σκηνοθέτη όταν παρατηρεί στο μόνιτορ το μικρόφωνο να εμφανίζεται δειλά στο πάνω μέρος του πλάνου.

Η κραυγή «μπουμ!» έχει ακριβώς την ίδια σημασία με το «κατ!».

  1. - Όταν πήγαμε για το γύρισμα στην Κρήτη ξεχάσαμε το μπουμ. Έστειλα τότε τη Σούλα σε ένα χρώματα-σιδηρικά να αγοράσει ένα από κείνα τα τηλεσκοπικά μαρκούτσια που έχουν οι μπογιατζήδες. Εντάξει, του έπεσε λίγο βαρύ του Μίλτου αλλά και πάλι δεν ήταν λόγος αυτός για να τσαντιστεί.

  2. (σκιά στο μόνιτορ)
    Σκηνοθέτης: ΜΠΟΥΟΥΟΥΜ!!!!
    Πρωταγωνίστρια: Όχι ρε γαμώτο! Πάνω που το 'χα πιάσει!

(από protnet, 20/09/10)έξοχη χρήση της ατάκας από 0:40 και μετά (από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το post production, στην κινηματογραφική και τηλεοπτική γλώσσα, το στάδιο της παραγωγής που ακολουθεί μετά το γύρισμα. Αναφέρεται κυρίως στο μοντάζ και το μιξάζ (αν και περιλαμβάνει και πολλά άλλα όπως τη σύνθεση της μουσικής επένδυσης, τα ειδικά εφέ κλπ).

(πρρρτ!)
- Σόρρυ ρε Μήτσο! Μου ξέφυγε!
- Δεν πειράζει, συνέχει να παίζεις! Θα το κόψουμε στο ποστ.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω, στα ξανθιώτικα.

Η χρήση του είναι ισοπεδωτική, ιδιαίτερα από τους πιο μεγάλους.

  1. Γιαννάκη μη φτιάχνεις φασαρία θα ξυπνήσεις το μπαμπά σ'.

  2. Τα απογεύματα μ' αρέσει να φτιάχνω ποδήλατο στην ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified