Η βυζαρού (συνήθως όχι με την καλή έννοια).
Παρμένο από την κλασσική γαλακτοβιομηχανία.
Πωω!! Την είδες αυτήν που πέρασε; Απορώ πού βρίσκει βυζοθήκη η έβγα!
Η βυζαρού (συνήθως όχι με την καλή έννοια).
Παρμένο από την κλασσική γαλακτοβιομηχανία.
Πωω!! Την είδες αυτήν που πέρασε; Απορώ πού βρίσκει βυζοθήκη η έβγα!
Got a better definition? Add it!
Καγκούρικη ατάκα που σου λέει κάποιος, συνήθως από τη γειτονιά, το σχολείο, τη σχολή, τον επαγγελματικό χώρο, με τον οποίο δεν συναναστρέφεσαι ποτέ και δεν έχεις να πεις απολύτως τίποτα.
Η ατάκα συνοδεύεται πάντα από το χέρι του ατόμου στον ώμο σου.
Δεν χρήζει απάντησης.
(χέρι στον ώμο) - Τα νέα σου!
Δες και έλα.
Got a better definition? Add it!
Φανταστικός ήχος κόμιξ που κάνει ένα διεγηρμένο αιδοίο καθώς συσπάται και ανοιγοκλείνουν τα χείλη του.
Η ατάκα συνοδεύεται από χειρονομία του δείκτη και του αντίχειρα που, τεντωμένοι και με φορά προς τα κάτω, ανοιγοκλείνουν γρήγορα, σε απόσταση χιλιοστών, προσομοιάζοντας τις συσπάσεις του αιδοίου.
Got a better definition? Add it!
Άτομο πάρσιμο, γαμήσιμος, φακάμπλ.
- Γιατί δε βγαίνεις με το Βαγγέλη ρε Πόπη;
- Δεν ξέρω, είναι λίγο κάγκουρας...
- Ναι αλλά είναι πάρταμπλ!
Got a better definition? Add it!
Τσιγαριλίκι, γάρο, μπάφος, συνήθως μεγάλου μεγέθους, από δίφυλλο και πάνω. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από το σχήμα του που είναι κωνικό και γενικά στραβό.
Κατ' επέκταση και ο μπάφος / σταφ που σε κάνει και κλάνεις.
- Πού πάμε ρε παιδιά νυχτιάτικα στα κατσάβραχα;
- Ο Ντάφυ έχει ένα κέρατο.
- Τι κέρατο ήταν αυτό;! Έκλασα πάνω μου!
βλ. και καρότο
Got a better definition? Add it!
Την κοπανάω, την κάνω, παίρνω τον πούλο, κόβω λάσπη (ως αποτέλεσμα του άλλου ορισμού).
Εναλλακτικά: (παίρνω) τη σακούλα.
Παλιά έκφραση που απαντά ακόμα στον υπόκοσμο.
Πιθανή προέλευση: από τη σακούλα με τα κλοπιμαία που είναι το πρώτο πράγμα που παίρνει κάποιος όταν του την πέσουν.
Got a better definition? Add it!
Παλιομοδίτικο επίθετο που χαρακτηρίζει πέος σε ημιστύση, ούτε γκαβλωμένο, ούτε αγκάβλωτο, ντεμί.
- Αμάν πια αυτός ο Τάκης, μια ώρα του την έπαιζα και πάλι γεμελέ ήταν.
- Εμ βέβαια, Τασία μου, ένα μπουκάλι Τσώνη κατέβασε χτες στον Κεκεμπάνο, τι περίμενες;
Got a better definition? Add it!
Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.
Ο χαρακτηρισμός έχει αρχαιοελληνική προέλευση και δεν αναφέρεται στο κούνημα του δέντρου συκιά (ποιο κούνημα αλήθεια;) όπως λένε πολλοί αλλά στο ότι ο πρωκτός του πούστη, από κάποια στιγμή και μετά, μοιάζει με σύκο.
Ο Borneman («Η πατριαρχία», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2001), ανάμεσα στα άπειρα επίθετα που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες για τους παθητικούς ομοφυλόφιλους παραθέτει ως ιδιαίτερα συχνές και τις λέξεις συκέα, συκῆ και συκιδαφόρος (αυτός που έχει σύκωση, δηλαδή αιμορροΐδες)
...εἰ δὲ μή, κωμῳδία φαίνεται, οἷον ποιεῖ Κλεοφῶν: ὁμοίως γὰρ ἔνια ἔλεγε καὶ εἰ εἴπειεν [ἂν] “πότνια συκῆ”. Αριστοτέλης Ρητορική 3.7
Μετάφραση: ...αλλιώς, το πράγμα γίνεται κωμωδία, όπως στην ποίηση του Κλεοφώνος, που (αναφερόμενος στον Ισοκράτη) χρησιμοποίησε υπονοούμενα όπως το «κυρία συκιά».
Got a better definition? Add it!
Το νυχτερινό μαγαζί που αναλαμβάνει γάμους, στη γλώσσα των φωτογράφων.
- Γιώργο παιδί μου, όταν τελειώσεις με τη φωτογράφηση έλα λίγο στο γραφείο μου.
- Τι με θέλετε, πάτερ;
- Σκέφτομαι να ανοίξω ένα γαμάδικο δίπλα στην εκκλησία κι ήθελα τη γνώμη σου.
Got a better definition? Add it!
Το μικρό άσπρο κολονάκι που βρίσκεται στην κορφή κάθε βουνού και γράφει το υψόμετρο.
- Πέρυσι ανεβήκαμε στον Όλυμπο!
- Πού ρε φίλε; Στην κορφή; Αποκλείεται!
- Ναι σου λέω! Αφού έκατσα και πάνω στον παπά κι έκανα τσιγάρο!
Got a better definition? Add it!