Κυριολεκτικά η μεγάλη αράχνη, είδος φαρμακερής αράχνης.

Μεταφορικά η μαλακία, ο αυνανισμός.

  1. - Τον έφαγε η μαρμάγκα, έπαθε μεγάλη συμφορά.

  2. - Γαμάει ο Μήτσος καθόλου;
    - Τι να γαμήσει αυτός ρε, τόσους μήνες παίζει μόνο DOTA , τον έχει φάει η μαρμάγκα για τα καλά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάσημο Γαλλικό θέατρο του 20ού αιώνα (1897-1962), γνωστό για τις τρομακτικές, γεμάτες εκπλήξεις και «thriller» παραστάσεις του.

Σήμερα χρησιμοποιείται μεταφορικά για ακραίες και αναπάντεχες καταστάσεις, γεμάτες αγωνία.

- Μαλάκα τι έγινε χθες στο ματς;
- Γάμησέ τα αδερφέ, Γκραν Γκινιόλ εντελώς! Από 2-0 στο 82' μας το γύρισαν στο 2-3 στις καθυστερήσεις, φάγαμε τρελό πακέτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ησυχία!», «Σιωπή!», «Σκάσε!». Απο το γαλλικό silence (le).

Ένας πιο μάγκικος και συγχρόνως ευγενικός τρόπος να πεί κανείς σκάσε.

- Αλέξη μου, σε παρακαλώ δε το ήθελα, εγώ σ'αγ...
- Σιλάνς! Όλο στο παραμύθι μας έχεις... Κομμένη απο δώ και μπρός στο λέω, γιατί θα φας κόκκινη κάρτα!

Σχετικό: τσιμουδιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης παπάρι.

Μια πιο «καμουφλάζ», πιο κόσμια, έκδοση. Μάγκικος τρόπος έκφρασης όταν δεν θέλει κανείς να γίνει άμεσα χυδαίος.

Την επόμενη φορά που θα γίνει τέτοια μαλακία, θα πάρετε όλοι σας το ριπαπά!

Σύγκρινε με ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό champion δηλαδή πρωταθλητής. Ο γενικότερα ικανός.

-Τα κατάφερε χθές με τη γκόμενα ο άλλος;
- Εννοείται ρε, τι σε λέω, αφού το άτομο είναι τσαμπιόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαβαλές, όμορφη κατάσταση, καλή φάση.

Έλα ρε μαλάκα, φέρε όμως και τις γκόμενες για να γίνει χουλιαμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως το φρέσκο λαχανικό ή φρούτο.

- Πάλι φρεσκαδούρα μήλα σου ξηγήθηκα, καυτευθείαν απ' τον μπαξέ!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το ιταλίκό a picco, δηλαδή καθέτως.

Κυριολεκτικά η θέση της άγκυρας που δεν έχει ακόμα σηκωθεί από το βυθό αλλά της οποίας η αλυσίδα έχει ήδη πάρει κατακόρυφη θέση, είναι έτοιμη να σηκωθεί.

Μεταφορικά είμαι απίκο σημαίνει είμαι έτοιμος.

- Άντε ρε μαλάκα θα φύγουμε;
- Ναι ρε, είμαστε όλοι απίκο σε 2 λεπτά.

Πικος Απίκος εκ Φρουτοπίας.  (από GATZMAN, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομογραφία και ανασύνταξη του την κάνω, δηλαδή φεύγω, αποχωρώ.

Την-κά-νω -> Τη-γκα-νά

- Πότε θα τελειώσετε με τα ποτά; Πήγε 6 η ώρα άντε, εγώ τηγκανά παιδιά να ξέρετε.

βλ. και τιγκανά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζολογώ, κάνω μαλακίες, φέρομαι βλακωδώς.

Μετά από δυό ποτά η γκόμενα αρχίσε τα τσιλιμπουρδίσματα και καταλάβαμε όλοι τι μυαλά κουβαλάει κι αυτή και οι φίλες της.

Got a better definition? Add it!

Published