Θρακιώτικης και δη σουφλιώτικης καταγωγής. Λέξη υποδηλούσα αυτόν που παίζει με τα «κουρ'τσούδια» (κορίτσια). Ο gay.

Τίγκα στους κουρτσουμπανάδες αυτό το μαγαζί...

Got a better definition? Add it!

Published

Υποδηλώνει τον ευπρεπή άνθρωπο με συναίσθηση του γούστου και κυρίως της τάξης στο ντύσιμό του. Ξεχωρίζει από την άψογα χτενισμένη κουπ του και τα ασορτί κάλτσα-γραβάτα-μανικετόκουμπα-μαντήλι που συνηθίζει να φοράει (για άντρες) και την αρμονία των κοσμημάτων στις γυναίκες. Μπορεί να είναι μόνιμο ή ευκαιριακό φαινόμενο.

Ανώνυμη μάνα:

Είδες Νίτσα μου ο Μάκης της Γεωργίας που πήγε να ζητήσει την Μαρία από τις γονείς της; Κουρεμένος... ξυρισμένος... σιδερωμένος... με το κουστούμι του... με τα όλα του το χρυσό μου... Τρίγκα παπαρίγκα σου λέω... Όχι σαν τον δικό μου τον αχαϊρευτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τοποθεσία Manhattan της Νέας Υόρκης. Υποδηλώνει άνθρωπο πιο πλούσιο και πιο γλεντζέ ακόμα και από τον μπρούκλη.

- Είδες ο Γιώργος; Δύο-δύο τις σαμπάνιες και βροχή το λέλουδο στην Έφη Σαρρή... Μανχάτας σου λέω... Άλλη κλάση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων εξαιρετικά μικρό πέος.

— Πώς πήγε χτες το βράδυ με τον Μάκη;
— Άσ΄τα Νίτσα μου, τζάμπα η αναμονή... Όλα καλά στην αρχή, με πήγε στο καλό εστιατόριο, με τα ακριβά κρασιά, μετά για ποτό στο Galaxy... Αλλά... όταν πήγαμε στο σπίτι του και αρχίζουμε τα διάφορα, βγάζει κάποια στιγμή το παντελόνι και τι να δω; Μια σταλιά... Λιλιπούτσειος, σου λέω Νίτσα μου... Λιλιπούτσειος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του κλασικού κοκτέιλ Cuba Libre. Αγαπημένο ποτό των οπαδών της ομάδας της Θεσσαλονίκης, ΠΑΟΚ. Παρασκευάζεται με 3 μέρη Ρετσίνα Μαλαματίνα (αποκλειστικά) και 1 μέρος Κόλα. Χυμός Lime προαιρετικά. Σερβίρεται στα ταβερνεία πέριξ του γηπέδου της Τούμπας τις Κυριακές ή παρασκευάζεται αυτοσχεδίως από τους οπαδούς προ της εισόδου τους στο Γήπεδο της Τούμπας.

– Ρε συ Μάκη, παίξαμε τίποτα χτες, για πάλι χάλια;
– Φίλε, άμα δεν έχεις πιει τουλάχιστον 3 Toumba Libre πριν το ματς, η ομάδα δεν βλέπεται φέτος...

Τούμπα Λίμπρε (από allivegp, 06/08/09)παγωμένη ομορφιά... (από BuBis, 12/10/09)

Δες και κουστούμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικό αστείο κατά το οποίο ο αστειάτωρ εναποθέτει την (συνήθως βρώμικη) πατούσα του στο πρόσωπο ανυποψίαστου και συνήθως αφηρημένου θύματος.

- Ποδομουτράκι να κεράσω;
- Άι σιχτίρ ρε μπίχλα... Παρ' την ποδάρα σου από τη μάπα μου...

έλληνας ποδομουτρίζει το μυ της πατούσας με θύμα μυ.   (από xalikoutis, 04/11/08)

Βλ. και ποδομουτροfighting το παραθαλάσσιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακατάδεκτη. H Diva. Φράση προερχόμενη από την θρυλική Λατινοαμερικανική σειρά «Carrusel», ηρωίδα της οποίας ήτο ανάμεσα σε άλλα παιδάκια και πλούσια ξανθογάλανη κορασίδα περί τα 10, ονόματι Maria Joaquina Villaseñor, η οποία απέρριπτε μετά βδελυγμίας τον ερωτευμένο συμμαθητή της Cirrilo, κυρίως διότι ο τελευταίος ήτο φτωχός και μαύρος.

- Τι λεει Μάκη; Το βαλες χέρι το Χριστινάκι ψε;
- Άσε με ρε μαλάκα.. Στα καλύτερα την πήγα και σημασία δεν με έδινε.. Με το 'παιζε Μαρία Χοακίνα...

(από jesus, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό: η απτάλω (ή η αμπντάλω)

Ο ατσούμπαλος, ο εξαιρετικά απρόσεχτος. Διακρίνεται για την ικανότητά του να σκοντάφτει χωρίς λόγο, να ρίχνει πραγματα και να πατάει ξένα πόδια.

Εννοιολογικά συγγενής λέξη με το αντάβαλος.

Επίσης: απτάλς, αμπντάλης.

Αουτς!!! Με ξέρανες ρε μαλάκα... Τι απτάλης είναι αυτός θεέ μου...

Abdal... (από BuBis, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπήκω τινά. Επιδίδομαι σε ερωτικάς πράξεις διεισδύσεως μετά ετέρας.

- Ρε συ Μάκη, τι είναι αυτό το γκομενάκι εκει πέρα;
- Το Μαράκι; Δεν θυμάσαι ρε που την έμπηκε ο Γιάννος πέρσι;

Got a better definition? Add it!

Published

Θηλ: η κατσιβέλα. Ο αθίγγανος. Ο γύφτος με καταγωγή από τη Βόρεια Ελλάδα.

Σε κάποιες περιοχές της χώρας ο πληθυντικός έχει μόνο θηλυκό και είναι άκλιτο ενώ γράφεται και προφέρεται κατσβέλ'.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται όπως και το γύφτος.

- Τι είναι αυτό το σπίτι ρε Μάκη; Πώς ζούν έτσι εδώ μέσα στην μπίχλα;
- Γάμσε τα... Σαν τις κατσβελ'...

Got a better definition? Add it!

Published