Εκτελώ την ερωτική πράξη.

Σε έκοψα από αβγόκομα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα έκπληξης.

Λέει κάποιος: - Η κόρη του Πάνου, παρότι η μουσούδα της είναι σα καλαπόδι, ηύρε γκόμενο.
και απαντά ο άλλος που ξέρει την εν λόγω σκουτρινέλα: - Αμεδά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά το πλαδαρό. Κυριολεκτικά το χταπόδι μόλις γεννήσει.

Όσο και να γυμνάζεται η Σοφία, πάντα αποχυμένη θα' ναι. Έρμη κληρονομικότητα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πικρό.

Αυτό το φάρμακο ήτανε δροπίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αφάνος: Ζάλη μαζί με έξαψη.

καπρινιόζος: Κακομούτσουνο ψάρι. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει άσχημη γκόμενα.

κότολο: Γυναικείο μακρύ και φαρδύ φόρεμα εργασίας.

παλιοπροβάτινα: Η περασμένης ηλικίας γυναίκα. Ο τόνος μεταφέρεται στην προπαραλήγουσα.

πατσαλικοπόδαρο: Το εν χρω κούρεμα ή ξύρισμα κεφαλιού, αιδοίου κτλ.

ποκάρι: Πλούσιο μαλλί.

σούτος: Ο μη κερασφόρος, αυτός που δεν έχει κέρατα.

τσαγκώνει: Πιάνει στο λαιμό κάτι σαν κάψιμο.

τσούλα: Η προβατίνα με πολύ μικρά αυτιά.

φεστίδιο: Σύντομο λιποθυμικό επεισόδιο.

- Ανοίξτε μωρέ καμιά πόρτα και μούρτε αφάνος απ' τη ζέστη.

- Είναι όπως τον καπρινιόζο!

- Σήκωσε με διακριτικότητα το κότολό της και κατούρησε λάθρα.

- Τι τηνε θέλεις την παλιοπροβάτινα; Αυτήνη δε βράζει ούτε σε 2 μέρες!

- Το κεφάλι του έγινε σα πατσαλικοπόδαρο!

- Εκειές οι προβατίνες είχανε απάνου τσου ποκάρι και ατόνισα να τσι κωλοκουρίσω!

- Σούτος τράγος.

- Αυτό το λάδι είναι τσαγκό.

- Εχάλευα εκείνη την τσούλα μες το λόγκο ούλη μέρα

- Μούρτε φεστίδιο μόλις τα' κουσα!

(από protnet, 25/09/10)Νήσος Κέρος. Εδώ δεν υπάρχουν Σούτοι (βλ. ορισμό) (από GATZMAN, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με νευρίασες.

Άσε με και μου σήκωσες αίρεση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιτσίλισμα με τρόπο ξαφνικό.

Κατούρησε στο χώμα και μπρουτσάφλησε τα μπγενάρια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως ειδικός για μια συγκεκριμένη ενέργεια.

Η μουσούδα του μυρμηγκοφάγου είναι ξεματοχινή να μπαίνει στη λιγκονότρυπα και να τσακώνει τα λιγκόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαμβάνω γονυκλινή θέση με τα οπίσθια τουρλωμένα προς τα πάνω.

Εκείνη, έτοιμη και ξαναμμένη, ορτοκωλιάστηκε και τον περίμενε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.

Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified