Ο υπερβολικά μεθυσμένος. Προέρχεται από το κώλος, αλλά εκφράζει ένα πολύ χειρότερο μεθύσι.

Έτσι, όπως το πορνίδιο είναι πιο υποτιμητικό από το πόρνη, όταν είσαι κωλίδι είσαι χειρότερα κι από κώλος.

Άστα ρε φίλε! Χώρισε ο Βαγγέλης και χθες που βγήκαμε έγινε κωλίδι!
Τρεις ήμασταν και δεν μπορούσαμε να τον κουβαλήσουμε.

βλ. και κωλοτρυπίδι, λιώμα, λιάρδα, κόκαλο, πίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετανάστης αλβανικής εθνικότητας. Είναι χαϊδευτικό του αλβα-νόζης.

Πήρα έναν νόζη τελικά για τη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τη λέει σε όλους χωρίς κανέναν δισταγμό.

Πήγε για καφέ και του την έπεσε μια γκόμενα λέσι αλλά ο τηλέος στάθηκε στο ύψος του. Της την είπε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νομίζει ότι είναι γαμάτος, που επιδεικνύεται λέγοντας συνεχώς ότι όπου πάει τα σπάει.

Με βρήκε ο τασπάος ο Κώστας προχθές στο δρόμο και μου είπε ότι έκανε μεγάλο σαματά στο πάρτι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χαπάκια Zanax.

- Ρε συ γιατί με κοίταγε σα χαμένος ο Βαγγέλης;

- Άστα Κώστα, κουμπώνει ζάνια κανά δίμηνο τώρα κι έχει ξεφύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαμεσολαβητής σε εμπόριο ουσιών, το βαποράκι, ο ντήλερ.

Προέρχεται από τη λέξη ντη-λέρι.

Ο Μήτσος είχε στεγνώσει τελείως, γυρνούσε κι έψαχνε παντού για μανταμίτσες. Από την ώρα που έσκασε το λέρι ο Κωστής γυρνούσε όλο το βράδυ με μια πορτοκαλάδα στο χέρι το λιωσίδι.

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση χρησιμοποιούμενη κατά βάση, αλλά όχι κατ' αποκλειστικότητα, από τους τζιβάτους αυτού του κόσμου για να υποδηλώσει την πρόθεση για πραγματοποίηση γυμνισμού.

- Τώρα που θα πάμε στην Ίφκινθο έχει καμία παραλία γυμνιστών να πετάξουμε κανένα παπάρι;

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν είσαι τύφλα μετά από κατανάλωση αλκοόλ και χρειάζεσαι σκύλο - οδηγό (ενδεικτικά λαμπραντόρ) για να γυρίσεις σπίτι.

- Φίλε πως περάσατε χθες; έφυγα σχετικά νωρίς.

- Άστα. Τι τις ήθελα τις τεκίλες; Έφυγα με λαμπραντόρ.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Όταν κάποιος αράζει τα κυβικά του και χαλαρώνει σε υπερβολικό βαθμό, τόσο που έχει γίνει ένα με το μπετό ή διαφορετικά το πάτωμα.

    Πέρασα να πάρω τον Γιώργο από το σπίτι του αλλά ο τύπος είχε μπετώσει στον καναπέ και είπε ότι θα περάσει αργότερα.

  2. Όταν το μυαλό κάποιου σταματάει και σκαλώνει σε υπερβολικό βαθμό. Συχνά χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι σε κατάσταση μέθης (βλ. κωλίδι).

    Ο λογαριασμός ήταν 40 ευρώ και ο τύπος είχε μπετώσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να τον χωρίσει στα τέσσερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified