Το ατίθασο παιδί, ο τσαχπινογαργαλιάρης, ο άταχτος. Κρητική διάλεκτος.
Κάτσε ρε ατσουπά ... ήσυχος.
Το ατίθασο παιδί, ο τσαχπινογαργαλιάρης, ο άταχτος. Κρητική διάλεκτος.
Κάτσε ρε ατσουπά ... ήσυχος.
Got a better definition? Add it!
Ο χαραμοφάης άνθρωπος.
Συνήθως εκμεταλλεύεται τους γονείς, επειδή αυτοί του δείχνουν αδυναμία.
Ο κενός, χωρίς αξία.
Πάλι τον άφησε χωρίς σεντς το γέρο του ο γλιγλής, κάθε μήνα του παίρνει τη σύνταξή και του αφήνει ένα χαρτζιλίκι.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για κάποιους ενοχλητικούς ξερόλες, παραμορφωμένους και κατινίτσες, που όσες τάπες και να τους ρίξεις ... κολλημένοι εκεί.
Ρε τι θέλεις και μιλάς με τέτοια άτομα... Πέσ 'του ότι «καποιανού βρωμάνε τα πόδια σου'' και θα την καταλάβει να γίνει πιο σεμνός και κόσμιος.
Got a better definition? Add it!
Ο αχάριστος - αν και ευεργετηθείς από εμάς, μας κατηγορεί.
«- Ο τσιγκούνης, δε μας δίνει καμιά πενηνταριά χιλιάδες ευρώ...» είπε ο κλασαρχίδης για τον ευεργέτη του.
Got a better definition? Add it!
Η σαβούρα, περιττά πράγματα, στην κρητική διάλεκτο.
Α ρε καημένε, το σπίτι σου είναι γεμάτο κουλούκουτα.
Got a better definition? Add it!
Δική μου λέξη, την έβγαλα για κάποιους ανθρώπουις που κάνουν τους αρχηγούς και είναι κυριολεκτικά παρτάκηδες και πουλάνε και τραμπουκισμό, μαγκιά, κλανιά...
Πάλι δεν μπορούμε να παρκάρουμε, όλες τις θέσεις δικές του τις έχει ο κουραδόμπεης...
βλ. και κουραδόμαγκας
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που έχει αποδοθεί από τον Γ. Μητσικώστα για τους εν γένει άρχοντες ενός τόπου δια στόματος (υποτίθεται) αρχηγού κόμματος.
Καλησπερίζω τα βόδια... Πάτε και ψηφίζετε με κλειστά μάτια και μετά κλαίτε που καθηλώνονται οι συντάξεις... και μιλάτε για κεφαλικό φόρο και άλλα καραγκιοζιλίκια... Τυχεροί είστε που δεν φορολογούν τη μαλθακία που σας δέρνει... Βλαμεναραίοι!!!
Τι περιμένατε ρε ζώα, να σας δώσουν λεφτά αυτοί που πάτε και ψηφίζετε; Θέλατε τους Λαμογιολιγουραίους... Φάτε σκατά τώρα... Βόδια και Αγελάδες...
Got a better definition? Add it!
Ο τυχαίος, φτωχός κι αμόρφωτος, αλλά επηρμένος, που παριστάνει τον κάποιο.
Έλα μωρέ τον Βασιλάκη τον λεμέγκουρα μου λες τώρα, που το παίζει σπουδαίος, δεν μπορείς να μιλήσεις μαζί του, όλο μαλακίες πετάει.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για ανθρώπους της επίδειξης χωρίς περιεχόμενο, που διαθέτουν μόνο το φαίνεσθαι, οι οποίοι προκειμένου να πραγματοποιούν αυτό το κόμπλεξ τους, μπορεί να στερούνται βασικά αγαθά διαβίωσης, αλλά στο ακριβό ντύσιμο, στο ακριβό κινητό και εν γένει ό,τι μπορούν να επιδεικνύουν, δεν κάνουν κράτει.
Είναι αυτό που λέμε για κάποιους: έλα μωρέ, ο τύπος είναι φιγούρα και λιγούρα.
Got a better definition? Add it!
Ο πονηρός, αυτός που κάνει τον χαζό, το μυαλό του δουλεύει στην τεμπελιά και πώς να κληρονομήσει περιουσία.
Είδες ο Δημητράκης ο λουποράδης... Δεν έχει δουλέψει ποτέ του, όλο κλαίγεται... και είχε και δέκα χιλ. ευρώ στην τράπεζα...
Got a better definition? Add it!