Ο εθισμένος με την ταχύτητα, αυτός που ερεθίζεται με το να ανοίγει το γκάζι του οχήματός του όπου και όποτε μπορεί.

Κι εκεί που πήγαινα ήσυχα κι ωραία στην Παραλιακή, μου την πέφτει ένας καβλογκαζάκιας από πίσω και ήθελε κόντρες!

βλ. και γκαβλόγκαζος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος παραδοσιακής τηγανίτας. Η ονομασία απαντάται κυρίως στην περιοχής της Θράκης.

- Καλά, τί έκανες τόσην ώρα στo WC;
- Άσε, έφαγα κάτι λαλαγγίτες που είχε στείλει η γιαγιά από τα Δίκαια και πρέπει να' ταν χαλασμένες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή γύρω από τον πρωκτό, ήτοι γύρω από το σημείο από όπου βγαίνουν οι κλανιές.

Χρησιμοποιείται γενικά για τον πρωκτό.

Απαντάται κυρίως στο υβρεολόγιο των γηπέδων.

Άμα σε πετύχω, ρε σκουλήκι, θα σου ξεσχίσω το περικλανίδι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθηγητής ή εξεταστής που «κόβει», δεν περνάει τους εξεταζόμενους.

- Πώς τα πήγες στις εξετάσεις;
- Άσε ρε, αφού ξέρεις τί κόφτης είναι ο Παπαδόπουλος!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπουνταλάς, ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο άχρηστος (Γιαννιώτικα).

Μπανταλομάρα: η ηλιθιότητα, πιθανότατα από το μπανταλός.

  1. Α, ωρέ, όλο μπανταλομάρες λες!

  2. Εντελώς μπανταλό το παπούτσι που ψώνισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδια τετράστιχα, παρόμοια με μαντινάδες, που τραγουδιούνται σε γάμους και βαφτίσεις στη Νάξο, το περιεχόμενο των οποίων έχει να κάνει με την περίσταση.

- Μα τί έπαθε ο Βαζαίος τελικά;
- Να, εκεί που τραγουδούσε τα κοτσάκια σε ένα γάμο, λιποθύμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυτόχθων κάτοικος των Αθηνών, σε αντιπαραβολή με τους εσωτερικούς μετανάστες που κατέκλυσαν την πρωτεύουσα ειδικά μετά το 1950.

Κατά μια άποψη το όνομα προέρχεται από τους «γκάγκαρους», ένα τύπο εμπροσθογεμούς τουφεκιού που χρησιμοποιήθηκε από τους Αθηναίους κατά την υπεράσπιση της πόλης τους (ή πιο σωστά κωμόπολης τότε) κατά τις πολιορκίες της επανάστασης του 1821.

- Εμένα η οικογένειά μου είναι ντόπιοι πάππο προς πάππο.
- Γκάκαροι δηλαδή.
- Ε, βέβαια, όχι σαν τους δικούς σου τους μπουρντζόβλαχους!

Lady Gaga. 100% gagara (από GATZMAN, 28/10/10)Γιούρι Γκαγκάριν. Ενας in Γκαγκαρος.  (από GATZMAN, 28/10/10)Radio Ga-Ga (από HODJAS, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί στα Γιαννιώτικα. Απαντάται συνήθως ως σ'μαδ'. Χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά.

- Εγώ θα πάρω μηχανάκι!
- Άντε απο'δω ρε σ'μαδ' που θες και μηχανάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτικος, ο άχρηστος στα Γιαννιώτικα.

Απαντάται και ως πασλέ (το προϊόν απομίμηση ή «μαϊμού») ή πασλίμι (ό.π.).

Κατά μη διασταυρωμένη πληροφορία, προέρχεται από το επίθετο παλιού Εβραίου των Ιωαννίνων του οποίου ο γιος ήταν διανοητικά καθυστερημένος.

- Αγόρασα ένα φοβερό ρολογάκι σήμερα. Μόνο 50 ευρώ!
- Άντε ρε! Καμιά πάσλα θα σου πλάσαραν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σβέρκος (αυχένας) γηραιού ανθρώπου, όπου οι ρυτίδες της ηλικίας και του ήλιου θυμίζουν στρώσεις φύλλου μπακλαβά. Χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά.

- Ήταν ένα πιπίνι χτες στο καφενείο κι όλο με έκοβε!
- Άντε ρε παλιόγερε που θες και πιπίνια! Με το μπακλαβά στο σβέρκο!

Βουρ στο Μπακλαβά! (από perkins, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified