Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορθό πέος, η ψωλή (που βέβαια πάει καμαρωτό - καμαρωτό κι άκαμπτο όπως ένας τσολιάς).

Εξ ού και τα εξαιρετικά από άλλους φίλους αποθησαυρισμένα και αλλού παρατιθέμενα:

  1. Τσολιάς στ' αρχίδια μας γι' αυτόν που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και θέλει να μας κάνει κουμάντο:
    - Ίσα ρε!! που θα μας πεις τι και πώς. Τσολιά στ' αρχίδια μας σε βάλαμε;

  2. Η ειρωνική προσφώνηση σε φίλους άνδρες:
    - Καλώς τον τσολιά!! Πού γύρναγες; ... που είναι παρόμοιο του: Καλώς τ' αρχίδια μας

  3. Το προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό στο τάβλι (αφού κι η τεντωμένη ψωλή είναι αυτή που... προπορεύεται οπτικά ολόκληρου του σώματος).
    - Γαμώ την καταδίκη μου!! Μου πλάκωσε πάλι τον τσολιά!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνότερα με το «μέχρι» στις εκφράσεις: «χώνω / μπήγω / καργάρω / φερμάρω μέχρι ριζάρχιδο».

Το άκρον άωτον που μπορεί να πετύχει ο γαμιάς ακολουθώντας την πατροπαράδοτη συμβουλή: «Πιο βαθιά, πιο καλά».

Ανατομικά: η βάση του πέους (η ρίζα του ως γνωστόν είναι μέσα στο σώμα, όμως οπτικά απ’ αυτήν κρέμεται ο αρχιδόσακκος, οπότε και εξού).

Εννοιολογικά ισάξιο με τα «της τον κάργαρα μέχρι μουνοβάρδουλα / κωλοβάρδουλα», ανάλογα με τη φάση.

- Της τον έμπηξες ρε, ή ακόμα;
- Μέχρι ριζάρχιδο. Της πέταξα τα μάτια έξω.
- Γεια σου ρε γίγαντα!!

(από sstteffannoss, 13/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την τελευταία στιγμή. Για λίγο.

Λέγεται και το: στο παρατσάκ.

Παρόμοιο των: στο παραπέντε, παρατρίχα.

Στο τσακ και θα μου τη σβούριζε, αλλά γλίστρησε ο γκαντέμης και τη γλίτωσα.

Συνώνυμα: στο τσαφ, στο παρατσάφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το πολυσήμαντο çelik (βλαστός / μπόλι από φυτό / πετώ βλαστάρι / κλαδί - βέργα για στερεό φύτεμα / ατσάλι).

Σημαίνει:

  1. βέργα, μπόλι, κλαδάκι αλλά κυρίως ατσάλι (και ατσαλόπλακα). Εξού η τσιλικόβεργα, η τσιλίκα/τσαλίκα και οι τσιλιγκίριδες/τσιλιγκιρίδες (συχνό σύγχρονο επώνυμο το Τσιλιγκιρίδης) ήταν οι μάστορες που έβαφαν κι επεξεργάζονταν το ατσάλι,

  2. όταν μιλάμε για τη σωματική υγεία κάποιου: ατσαλένια και δηλώνει πως ο εν λόγω είναι υγιέστατος / τετράγερος / ρωμαλέος (απ' το τούρκικο çelik gibi),

  3. το παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι (κατά τόπους: τσαλίκα τσουμάκα –έτσι το έλεγα εγώ- ή τσελίκ τσομάκ ή τσιλίκα ή τσάλτικα ή τσελίκι) που παίζεται με δυο ξύλινες βέργες τη μια (τσαλίκα) μακρύτερη της άλλης που είναι μυτερή στις άκρες (τσιλίκι) με σκοπό χτυπώντας το τσιλίκι με την τσαλίκα μια ομάδα παιδιών να το στείλει μακρύτερα απ’ την άλλη. (απ’ το τούρκικο παιχνίδι çelik çomak), (μέχρις εδώ, τίποτε το σλαγκικό),

  4. όταν μιλάμε για πράγματα: το γερό, το ανθεκτικό, που δουλεύει άψογα,

  5. το άκαμπτο πέος εν στύση.

  6. Προφανώς, η φράση: «άδειο το μουνί, να παίξει την τσιλίκα» εννοεί στην κυριολεξία πως το μουνί όταν είναι άδειο θα κάνει παιχνίδι με την ψωλή (άδειο: ελεύθερο από ..δουλειά –«δεν αδειάζω» λέμε όταν δεν ευκαιρούμε να κάνουμε κάτι-) . Και παίρνει την κυρίως χρήση της με την ειρωνική έννοια «Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά / άλλο χαβά δε είχα...», «αυτό μου έλειπε τώρα» που αναφέρεται εδώ, βλ και σχόλιο.

  1. «Μη σε γελάει το μάχιμο αμάξωμα, το μοτέρ είναι τσιλίκι».

2 & 5
-Μα πιο πολύ με τα γεράματα με πειράζει που δε σηκώνεται να κάνω πράξη.
-Σοβαρά; Τι λες ρε συ!! Εμένα, τσιλίκι!!
-Σώπα ρε!! Μεταξύ μας τώρα!!
-Εε!! Δεν ήμαστε μωρά!! Ρώτα και την κυρά!! (sic)

  1. «…Μα την αλήθεια, όμως κόρη μου, δε μου αρέσει, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο γιατί είναι στρατιωτικός : όλοι τους είναι φωνακλάδες, μα ψάξε τους και δε θα βρεις ούτε ένανε χωρίς κάποιο κρυφό κουσούρι ή κάτι άλλο• που τους εμποδίζει να την έχουνε τσιλίκι. Και το χειρότερο, δε μ’ αρέσει γιατί κρέμονται τα κωλιά του : μόλο που μπορεί να είχε πέραση αν έλλειπαν οι άλλοι άντρες, πάλι δε θα ’ταν ο άντρας που θα διάλεγα...» (από μεταφρασμένο θεατρικό)

  2. Το παράδειγμα εδώ είναι άψογο. (Το λήμμα το ανέβασα μόνο και μόνο για την κατανόηση μέσω του 5 που θεώρησα πως έλειπε).

Κυνήγι της μπάλιζας (φαλαρίδας) από μονόξυλο στην αποξηραμένη σήμερα, Λίμνα. Διακρίνεται το τσιλίκι, το ξύλο με το οποίο ωθούσαν τη βάρκα στα ρηχά νερά. (από sstteffannoss, 14/12/10)"Οι πιτσιρίκοι". Το ξυλίκι ακούγεται στο 0:16-0:17, αλλά και σε άλλα σημεία του τραγουδιού (από GATZMAN, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συμπαθές, μικροκαμωμένο πλην νοστιμότατο τρωκτικό, που αποτελεί ανέκαθεν στόχο κυνηγών, ήρωα πλήθους παραμυθιών, ανεκδότων, γνωμικών κι εκφράσεων, καθώς και κινέζικο ζώδιο που, παρεμπιπτόντως, θα κυβερνά για ένα χρόνο απ’ τον επόμενο Φλεβάρη.

Ετυμολογικά ίσως από το «λαγωός»: με χαλαρά αυτιά (λαγαρός + οὖς).

Γνωστότατα τα:

  • βγάζω/βρίσκω/πιάνω/χτυπώ λαγό: φέρνω καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, έχω απρόσμενη σε μέγεθος επιτυχία, μου τυχαίνει σημαντική ευκαιρία, κάνω σημαντική ανακάλυψη.
  • βγάζω/τραβώ λαγό απ’ το καπέλο: παρόμοιο με το «βγάζω/πετάω άσσο απ’ το μανίκι» ή και κατά το «έκανε πάλι τα μαγικά του». Σημαίνει «ανατρέπω προς όφελός μου/σώζω μια κατάσταση» που φαινόταν χαμένη/τελειωμένη χρησιμοποιώντας κάποιο τέχνασμα ή κάποιο κρυφό ατού, εν είδει ταχυδακτυλουργού, τη στιγμή που κανείς δεν το περίμενε.

    Επίσης, τα σχετικά με τη περίφημη δειλία του λαγού:

  • γίνομαι λαγός: από το φόβο μου την κάνω / εξαφανίζομαι τρέχοντας (και έμμεση αναφορά στην ταχύτητα του λαγού),

  • λαγουδόκαρδος: για τον φοβητσιάρη,
  • κι ο έτερος ορισμός – μομφή για τους οπαδούς του τριφυλλιού από τους αιώνιους αντιπάλους τους.

    Επίσης τα σχετικά με το μέγεθος του λαγού:

  • το εξαίρετο λαγογαμίστρα: για μικρά οικήματα, γαμιστρώνες,

  • και το προφανέστατο πούτσα από λαγό.

    Ήδη στο σάη οι εκφράσεις:

  • τάζει λαγούς με πετραχείλια: για κάποιον που υπόσχεται πράγματα αδύνατο να πραγματοποιηθούν,

  • άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες: για κάτι που ακούσαμε αλλά θεωρούμε αδύνατο να γίνει,
  • λαγός την φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του: για κάποιον που κινδυνεύει να υποστεί τις συνέπειες της απερισκεψίας του/που προκαλεί την τύχη του.

    Η δική μου συνεισφορά:

Από τ’ αθλητικά σινάφια και ειδικότερα αυτά των αγωνισμάτων δρόμου:

  • Έστω δυο δρομείς. Ο Α κι ο Β. Ο Α έχει τα κότσια να σπάσει το ρεκόρ, ο Β όχι. Ο Β δεν είναι πάντα ξεφτίλας· μπορεί να τερματίσει και σε μια αξιοπρεπή θέση, αλλά σίγουρα όχι πρώτος. Μπορεί όμως να πουσάρει τον Α να αγγίξει ή και να ξεπεράσει το όριο των δυνατοτήτων του, βοηθώντας τον (ηθελημένα ή και άθελα) να σπάσει το ρεκόρ ως εξής: κατά το πρώτο μέρος του αγωνίσματος μπαίνει επικεφαλής ο Β και τα δίνει όλα. Τρέχει στο μέγιστο, «τραβώντας» και τον Α, ώστε να τρέξει κι αυτός στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Ο Α κυνηγά/βρήκε (το) λαγό που χρειαζόταν. Όταν στο τελευταίο κομμάτι του αγωνίσματος ο Β τα φτύσει (γιατί δεν έχει τα κότσια να κρατήσει τον ρυθμό του), ο Α (που τα έχει) θα τον προσπεράσει (πολλές φορές με εμφανή άνεση) και θα τερματίσει πρώτος, σπάζοντας (ενίοτε) και το ρεκόρ (ατομικό ή όποιο άλλο). Στην ουσία ο λαγός «άνοιξε δρόμο» σ’ αυτόν που ερχόταν πίσω του και φαινόταν να τον κυνηγά.
  • Τα κάνει το λαγό σε κάποιον/κάτι, είναι λαγός για κάτι χρησιμοποιούνται και εκτός σταδίων, με την έννοια «ανοίγει δρόμο σε κάποιον ή κάτι»/«προαναγγέλλει κάτι»/«βγάζει είδηση». Τέτοιο ρόλο παίζουν κλασικά δημοσιογράφοι με άρθρα ή εκπομπές τους (σχεδόν καθημερινά σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη) ή και πολιτικοί (ακόμα και μεγάλου βεληνεκούς) με δηλώσεις τους, ώστε να ανοίξουν δρόμο σε πολιτικές, αποφάσεις ή και νομοσχέδια που σίγουρα δεν θα πολυαρέσουν σε μερίδα των πολιτών.

    Στα σινάφια των στριπτιτζάδικων:

  • Ο πελάτης-θύμα που καψουρεύτηκε κάποιο απ’ τα κορίτσια και ξηλώνεται για χάρη της (κερνώντας αβέρτα, ανοίγοντας μπουκάλια σαμπάνιες για το εφέ κι ό,τι άλλο) χωρίς ανταπόκριση και φυσικά ...κοκό.Ενίοτε ακούγεται είτε σαν σφόλι, είτε σαν παράπονο το: «φέρε και κανένα καροτάκι» ή και το: «για λαγό με πέρασες μωρή;»

Οι επενδυτές συνεχίζουν να δίνουν στο ευρώ το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Ωστόσο, και καθώς η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεξάγεται στις Βρυξέλλες, πολλοί επενδυτές αρχίζουν να χάνουν την ψυχραιμία τους. Εκτός κι αν οι ηγέτες της Ε.Ε. βγάλουν έναν πολύ πειστικό... λαγό από το καπέλο τους, το μέλλον του νομίσματος θα θεωρηθεί για μία ακόμη φορά αμφίβολο.
(απ’ το δίχτυ)

Α.i. Ενσωματωμένο στον ορισμό (αναζητώ βιντεομήδι αλλά γιοκ)

Α.ii.α. «Η «Κάρτα Αγορών» αποτελεί τον λαγό για την «Κάρτα του Πολίτη»;»
(απ’ το δίχτυ)

Α.ii.β. Η κ. Παπαρήγα αναφέρθηκε και στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, τον οποίο χαρακτήρισε «λαγό», είτε αφορά το Αιγαίο, είτε το χρέος. «Δεν είναι προσωπική του επιλογή. Την ώρα που εσείς ισχυρίζεστε ότι οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις είναι σε καλό δρόμο, επίσημα βγήκε και είπε πως η υφαλοκρυπίδα φτάνει μέχρι τα 200 μέτρα βάθος, που αποτελούν το 15% μόνον των διεθνών υδάτων του Αιγαίου άρα το υπόλοιπο το αφήνει στο χώρο των λεγόμενων γκρίζων ζωνών», απηύθυνε προς τον πρωθυπουργό.
(χθεσινό, απ’ το σύνολο των ΜΜΕ)

Β. – Κι άλλο μπουκάλι ρε καρντάση; Για τη Σούλα;
- Σούζι είπαμε!!
- Ρε μαλάκα σ’ έχει για φάγωμα!! - Λέγε ό,τι μαλακία θες. Υπάρχει χημεία κάργα.
- Ναι ανόργανη!
- Δε μας γαμάς; Για τσολιά στ’ αρχίδια μας!
- Μωρό! Φέρε και κανένα καροτάκι μπίο για τον κύριο.
- Με λες λαγό ρε;
- Εγώ; Αυτή κι οι φίλες της σε φωνάζουν Μπαξ. Τυχαίο; Δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχά στον πληθυντικό: κουμπούρια σημαίνει τα βυζιά (όχι τα βυζάκια) που κάνουν μπαμ.

Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που τραγουδήθηκαν και από την Πρωτοψάλτη για να δείτε το λογοπαίγνιο με τις δυο έννοιες της λέξης.

Η Μαλάμω με καμάρι
που μοσχοβολά θυμάρι
μεσ' στους δρόμους της Αθήνας
έχει εννιά γι' αυτήν ο μήνας
τα κουμπούρια γεμισμένα
τα 'χει πάντα κουμπωμένα
κι όλοι τρέχουν να τη δουν
με καημό και τραγουδούν.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Απαράτησε τα γίδια
τα σιγκούνια τα στολίδια
στην Αθήνα μάνι-μάνι
έβανε κοντό φουστάνι
τα κουμπούρια της γεμάτα
τα κουνά π' αναθεμά τα
τα κουνά και περπατάει
κι όλη η Αθήνα τραγουδάει.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Ρίχνει βόλια η ματιά της
η πλεξούδα η ξανθιά της
με τα φρύδια τα γραμμένα
τα κουμπούρια γεμισμένα
ξεχειλά δροσά και νιάτα
η Μαλάμω η χωριάτα
με λαχτάρα την κοιτάζουν
τραγουδούν κι αναστενάζουν

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Got a better definition? Add it!

Published