Το καυλί είναι το πραγματικό. Επίσης, υπάρχει και το ερώτημα «καύλα ή κάβλα». Και τα δύο υπάρχουν, αλλά εννοούν άλλο πράγμα. «Καύλα» λέμε όταν κάποιος έχει την ανάγκη για σεξ. Αν και χρησιμοποιείται και για όταν έχουμε άλλες ανάγκες (π.χ. «τώρα σου 'ρθε η καύλα για βόλτα;»). «Κάβλα» είναι η πλήρης στύση στο πέος του άντρα. Για το τέλος υπάρχει και το «καυλωμένος ή καβλωμένος». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη σύμφωνα με όσα είπα πριν.

- Κοίτα το καυλί μου πώς κάβλωσε. Γλείψ' το.
- Πω ρε... τώρα σου 'ρθε η καύλα για παιχνίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέει κάποιος μια ομάδα από άτομα που μισεί πάρα πολύ.

Από τις λέξεις «μουνί» και «ποτάμι». Δηλαδή, το ποτάμι που αποτελείται από πολύ νερό, σ' αυτή τη περίπτωση από πολλά «μουνιά» με την έννοια της ύβρης, όχι του γεννετικού οργάνου της γυναίκας.

Οι μισοί συμμαθητές μου είναι μαλάκες. Μιλάμε για μεγάλο μουνιάμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό της λέξης «φλώρος», που είναι ύβρις.

- Πω ρε , αυτοί οι τύποι μας τα 'χουν πρήξει.
- Δίκιο έχεις. Είναι πολύ σπαστικά αυτά τα φλώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλή ύβρις προς κάποιον για τον οποίο τρέφουμε μίσος. Πολύ μίσος...

Γιατί δεν του δίνουνε αποβολή, γαμώ την πουτάνα μου. Μετανιώνω που δεν του γάμησα το σόι. Έτσι και έκανα ότι μπορούσα θα τον είχα γαμήσει αυτόν τον μαλάκα. Για το πούτσο είναι αυτό το πουστρίδι. Νομίζει ότι θα κάνει ό,τι θέλει αυτό το μουνόπανο. Γαμώ τη μάνα του. Κανονικό πουστρίδι όμως.

Got a better definition? Add it!

Published

Ύβρις προς τον πολιτικό που δεν κάνει καλά τη δουλειά του και νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του.

-Άραγε θα τελειώσει ποτέ αυτή η κρίση;
-Θα τελειώσει, μη φοβάσαι. Θα γλιτώσουμε, έστω με τόσους τραμπύληδες πολιτικούς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς, ο χοντρός.

- Θέλω κι άλλο σάντουιτς.
- Δε μας γαμάς, ρε στρούβλε; Μας τα 'χεις πρήξει πια. Θα φας αλλά πιο μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ανθρώπου τιποτένιου, που κολακεύει τους άλλους με τρόπο ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τον εαυτό του, για να πετύχει αυτό που επιδιώκει.

Αυτός ο τύπος ο φίλος σου είναι κάπως κωλογλείφτης.

Ναυτία - Κωλογλείφτης (από vikar, 13/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανόητη γυναίκα. Η πουτάνα, η καριόλα, η γαμιόλα, το τσόλι, η τσούλα, το τσουλί, η ξεκωλιάρα, η λουμπίνα, το μουνί (με την έννοια της ύβρης) κ.τ.λ Όλα αυτά μαζεμένα.

Η φρέκλα είναι μια καινούργια λέξη, και είναι υπερβολικά προσβλητική, έστω και καθόλου γνωστή. Σημαίνει όλες τις βρισιές για μια γυναίκα. Με λίγα λόγια, είναι τα πάντα όλα. Λέγοντας την λέξη έχεις «γαμήσει» μια γυναίκα στα λόγια. Σε περίπτωση μίσους, αυτή είναι η κατάλληλη (ακατάλληλη) λέξη.

- Λέω να τα φτιάξω με την Ελευθερία.
- ΜΗ!!! Μιλάμε πως αυτή είναι η πιο μεγάλη πουτάνα σ' όλη την Ελλάδα. Σ' έχει χεσμένο, αφού θέλει συνεχώς πούτσες και πούτσες. Μόλις την γαμήσεις, πάει για άλλο πούτσο. Συγγνώμη που το λέω, αλλά είναι... φρέκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το αέριο. Επίσης μπορείς να το χρησιμοποιήσεις σε άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, μπορείς να το πεις τη στιγμή που κάποιος πεταχτεί από το πουθενά και πει τη γνώμη του ή την ιδέα του.

-Τι λέτε να πάμε όλοι μαζί;
-Σταμάτα ρε να πετάγεσσαι σαν τη πορδή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σου τη σπάει, αυτός που είναι ενοχλητικός, σπαστικός.

- Σε παρακαλώ, δώσε μου το στυλό.
- Ρε φίλε, λέμε «όχι». Μην μου πρήζεις άλλο τα λαμπούρια. Είσαι απίστευτα σπασαρχίδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified