Τρύφλα λέμε όταν κάποιος είναι πωρωμένος, κολλημένος μ' ένα κορίτσι, αλλά δεν μπορεί (σύμφωνα με τις σκέψεις του, τουλάχιστον) να κάνει τίποτα για να το κερδίσει. Μπορεί επίσης να γίνει επίθετο (τρυφλωμένος, τρυφλαρισμένος).

Δεν είναι χυδαία λέξη, άρα η χρήση της θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε και όποτε νά 'ναι.

- Την έχεις ερωτευτεί την Περσεφόνη αλλά δεν το παραδέχεσαι.

- Την Περσεφόνη;! Δε λέω, είναι όμορφη, αλλά με την Βασιλεία έχω πάθει την πραγματική τρύφλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει ικεσία ή δουλοπρέπεια.

Πω, ρε συνεχώς κάνεις αυτό που σου λέει αυτός ο τύπος. Αν σου πει να πέσεις απ' το γκρεμό θα πέσεις. Του φίλησες πραγματικά τ' αρχίδια.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέμε όταν ο άντρας βαράει με το πέος του οτιδήποτε. Συνήθως το πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου. Γνωστό και ως πουτσοσκάμπιλο.

- Βάρα με με το καυλί σου.
- (Φλαπ!)
- Θεέ μου, τι πουτσοφάπα ήταν αυτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η στάση όπου η γυναίκα τρίβει τους όρχεις του άντρα.

- Έτσι, ναιιιι, ζούλα μου τ' αρχίδια...
- (επιφώνημα που δείχνει απόλαυση)
- Ναι, μωρό μου. Κάνεις τέλειο τσαγωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρχις. Επίσης χρησιμοποιείται ως υβριστική έκφραση.

- Σε παρακαλώ, δώσε μου το στυλό.
- Ρε φίλε, λέμε «όχι». Μην μου πρήζεις άλλο τα λαμπούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified