Η φράση έχει πολλές έννοιες:

  • Κυριολεκτική: Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάθεται στον καναπέ του.
  • Αθλητική: Κάθε φίλαθλος ή οπαδός ο οποίος δεν πηγαίνει στο γήπεδο και κάθεται στον καναπέ του για πολλούς και διάφορους λόγους. Συχνά αναφέρεται ως πείραγμα προς εκείνους που η ομάδα που υποστηρίζουν έχει αποκλειστεί από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, συνεπώς είναι αναγκασμένοι να κάτσουν στον καναπέ και να δουν την αντίπαλη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της.
  • Απραξίας: Αναφέρεται σε όσους κάθονται στον καναπέ τους και δεν κάνουν τίποτα, κοινώς κάθονται στα αυγά τους.
  • Σεξουαλικό υπονοούμενο: Από τον συνδυασμό λέξεων «καναπές» και «πέος». Αφορά όσες έχουν πρόθεση να τον φάνε.
  1. - Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
    - Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.

  2. - Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
    - Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.

  3. - Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
    - Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.

  4. - Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
    - Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από τον αυνανισμό, που έχει ως αποτέλεσμα να λερώνεται το εσώρουχο αυτού / αυτής που ερεθίζεται ή αυνανίζεται. Στην πράξη, όταν κάποιος «λερώνεται» τότε αφενός μεν έχει ερεθιστεί όταν τον προσεγγίζει μια αιθέρια ύπαρξη του αντίθετου φύλου, αφετέρου δεν έρχεται σε οργασμό εκείνη τη στιγμή, προφανώς διότι βρίσκεται μέσα σε κόσμο. Χρησιμοποιείται και ως μεταφορική έννοια, σε καταστάσεις μερικής ή ολικής καύλας.

  1. - Κοίτα λίγο αριστερά αυτές τις δύο με τα κόκκινα μαγιώ που παίζουνε ρακέτες.
    - Πωωωω, τι τούμπανα είναι αυτά ρε μαλάκα; Άσε, τι μου τις έδειξες; Λερωθήκαμε πάλι!

  2. - Και που λες, είχανε βγει για καφέ και φυσικά σε κάποια φάση τον ρωτάει τι δουλειά κάνει.
    - Και τι της είπε;
    - Ε ξέρεις, τα γνωστά. Ότι έχει δύο ξενοδοχεία κι ένα νυχτερινό club κι ότι το φυσάει το χρήμα. Ε με το που της το λέει, αμέσως λερώθηκε η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις (τα αρχίδια) του άντρα. Η παρομοίωση των όρχεων με τα καμπανάκια, πέρα από το προφανές (ομοιότητα σχήματος), προήλθε κατά βάση από το ομώνυμο ανέκδοτο που κυκλοφόρησε στα late 80's με early 90's.

Μια νοικοκυρά, ενώ λείπει ο άντρας της στο εξωτερικό, τον κερατώνει. Μια μέρα καθώς ήταν με τον ερωμένο της, μπαίνει ο άντρας της μέσα στο σπίτι. Η γυναίκα αναστατωμένη, κρύβει το γκόμενο άρον άρον στη ντουλάπα. Δυστυχώς όμως, τα αρχίδια του προεξείχαν. Μπουκάρει ο άντρας της, την βλέπει γυμνή και της λέει: - Τι έκανες μωρή πουτάνα; - Τίποτα, εσένα σκεφτόμουν, απαντάει αυτή. Βλέπει τα αρχίδια όμως ο άντρας στη ντουλάπα και λέει: - Τι είναι αυτά μωρή; - Τίποτα, κάτι καμπανάκια, λέει αυτή. Πάει αυτός, τα κουνάει, δεν ακούγεται τίποτα. Τα χτυπά αλλά πάλι δεν ακούγεται τίποτα, οπότε λέει: - Ρε γυναίκα, δεν δουλεύουν αυτά. Τα χτυπά, τα ξαναχτυπά, ώσπου τελικά, ακούγεται μια αγανακτισμένη φωνή μέσα από τη ντουλάπα: - Νταν ρε μαλάκα, νταν!

Σήμερα στην καθομιλουμένη, τα καμπανάκια χρησιμοποιούνται σε σύνθετες προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου, κυρίως για να εκφράζουν την αμέριστη γκαύλα κάποιου με το που θα δει ή θα σχολιάσει μια μουνάρα.

- Ωχ, κοίτα στην είσοδο. Ήρθε η Έλενα.
- Πωωω ρε μαλάκα, τι φόρεσε πάλι το θεόμουνο; Τις έβαζα και τα καμπανάκια μέσα!

(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος είναι δανεισμένος από τον αντίστοιχο ποδοσφαιρικό «αλλαγή παιχνιδιού» και δηλώνει την πρόθεση κάποιου να αλλάξει το ενδιαφέρον του και να στραφεί σε άλλη γκόμενα προκειμένου να σκοράρει.

  1. - Να πάρω τηλέφωνο την Κατερίνα και την Ηλιάνα να βγούμε;
    - ]Άλλαξε παιχνίδι ρε μαλάκα, όχι με τις ψωνάρες πάλι. Πάρε την Εύα καλύτερα... έχει ωραίες φίλες.

  2. - Θα χωθείς στη Γιώτα; Πως το βλέπεις απόψε;
    - Την βλέπω να μου κάνει τη δύσκολη και την έχει δει, δεν ξέρω. Εσένα σου αρέσει η φίλη της;
    - Όχι. Γάμα το, έλα να αλλάξουμε παιχνίδι. Πάρε εσύ τη Νάντια να χωθώ εγώ στη Γιώτα.

(από HardcoreGR, 06/12/11)(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψηλοκρεμαστή μεταβίβαση της μπάλας, που εκτελείται παράλληλα προς το αντίπαλο τέρμα, από έναν ποδοσφαιριστή που βρίσκεται στη μία πλευρά του γηπέδου, σε ελεύθερο συμπαίκτη που βρίσκεται στην απέναντι. Η κίνηση αυτή γίνεται συνήθως όταν ο κάτοχος της μπάλας είναι μαρκαρισμένος. Με την αλλαγή παιχνιδιού σε ελεύθερο συμπαίκτη, η επιτιθέμενη ομάδα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους κενούς χώρους της αμυνόμενης.

- Ρε μαλάκα Λουκά, άλλαξε παιχνίδι με τον Νίκο! Είναι αμαρκάριστος απέναντι, δεν τον βλέπεις;
- Sorry κόουτς.

(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Οποιοσδήποτε είναι ξέμπαρκος ή μυρωδιάς με μια συγκεκριμένη ιδεολογία, θρήσκευμα και γενικά με οποιοδήποτε αντικείμενο. Η έκφραση χρησιμοποιείται και για όσους είναι ανεπιθύμητοι σε έναν χώρο η μία παρέα.

  1. - Μωράκι, δε θα μπορέσω να έρθω το Σάββατο στο πάρτι. Έχω raid με την Clan της σχολής στο WoW.
    - Ποιος Clan και ποιο WoW ρε Νίκο; Τι είναι αυτά τα Κινέζικα που μου λές;
    - Ε άστο μωρέ τώρα, τι να σου εξηγώ...αφού είσαι εκτός εκκλησίας.

  2. - Ψήνεσαι να κατέβουμε Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους την Κυριακή;
    - Ναι ρε. Θα πω και στον Βασίλη.
    - Όχι ρε, μη του πεις τίποτα. Αυτός από πέρυσι είναι γραμμένος στη νεολαία του ΛΑΟΣ. Γάμα τον, είναι εκτός εκκλησίας.

  3. - Πες του την Κυριακή να βάλει τον Αντωνίου. Το παιδί βγάζει μάτια. Αμόλα!
    - Πες του ότι ο Αντωνίου είναι εκτός εκκλησίας. Έκλεισε συμβόλαιο με την Liverpool και μεθαύριο πετάει για Αγγλία.

(από HardcoreGR, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο αναφέρεται στα εξής:

  1. Περίπτωση ατόμου που είναι τόσο καθηλωμένος με κάτι, που στην πράξη είναι λες και τον έχουν «συνδέσει» με καλώδιο. Αναφέρεται συχνά σε καμένους και nolifers.

  2. Όποιος φέρει πάνω του ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Εδώ υπάρχουν οι εξής δύο περιπτώσεις: α) Εξοπλισμός υπολογιστή (π.χ. headset), μικρόφωνο τηλεοπτικού παρουσιαστή ή floor manager και γενικά κάθε είδους ηλεκτρονικά καλώδια που εξυπηρετούν μια εργασία.
    β) Κοριός με στόχο την παρακολούθηση συνομιλίας από κατάσκοπο, ντετέκτιβ, αστυνομικό της ασφάλειας κτλ. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, ο κοριός συνδέεται με live κύκλωμα σε mini van όπου συνήθως οι συνομιλίες παρακολουθούνται από στρουμφάκια.

  3. Άτομο που είναι κολλημένο με μία πεποίθηση, τόσο που δεν ξεκολλάει με την καμία (αναφέρεται και για τις θρησκείες)

Αντίστοιχα παραδείγματα των παραπάνω ορισμών:

  1. - Πάμε στο Σπύρο για καφέ;
    - Άσε με μωρέ με τον μαλάκα. Πήγα χθες για να πούμε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα κι αυτός ήτανε καλωδιωμένος 3 ώρες στο Facebook. Γάμησέ τα σου λέω, δεν πάει afk ούτε για τουαλέτα.

2α. - Ελένη, βγαίνουμε live σε 1'!
- Τι λέτε ρε παιδιά; Εδώ δεν είμαι ακόμα καλωδιωμένη, θα έρθει κάποιος να μου περάσει ένα...μικρόφωνο;

2β. - Μπήκε ο δικός σου μέσα στην έπαυλη;
- Ναι.
- Καλωδιωμένος;
- Ναι, κομπλέ. Σε λίγη ώρα θα έχουμε και ήχο.

  1. Το παλικάρι είναι πλέον τίγκα καλωδιωμένος με την θρησκεία. Πιστεύει ότι πρέπει να κάνουμε σεξ μετά τον γάμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα αρχικά «Away From Keyboard». Το αναφέρουμε για συντομία την ώρα του chat, όταν πρέπει να απομακρυνθούμε από το PC για λόγους ανάγκης (βλέπε τουαλέτα, φαγητό, νερό, τηλέφωνο, πόρτα κι όλα τα συναφή που μας σπάνε τις μπάλες).

(Στο Facebook:)
- Έλα man, είσαι εκεί να σου πω κάτι;
- Ναι ρε, απλά μισό να πάω afk 2 λεπτά να ρίξω ένα κατούρημα κι έρχομαι.

(από HardcoreGR, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ένωση των αγγλικών λέξεων «no life» που σημαίνει «χωρίς ζωή». Αναφέρεται σε άτομα που το έχουν κάψει με μια ενασχόληση (κυρίως με το PC), τόσο που έχουν ξεγράψει γκόμενες, παρέες, εξόδους, τα πάντα. Κοινώς, είναι σαν να μην έχουν ζωή

(Ορισμός στο Urban Dictionary).

- Θα πεις στον Νίκο να πάμε για κάνα καφέ οι τρεις μας;
- Τι να του πω μωρέ του παπάρα. Αυτός είναι πλέον nolifer. Έχει πάει 85 level στο WoW και λιώνει 12ωρα στο PC.

(από HardcoreGR, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του τσιφτετέλικου άσματος του Πάνου Κιάμου «Ολοκαίνουργιος», από το ομώνυμο άλμπουμ του 2011.

Το επίθετο αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος μόλις χώρισε και αισθάνεται «Ολοκαίνουργιος», δηλαδή έτοιμος για νέες κατακτήσεις. Σαν να μην τρέχει τίποτα. Δε πα να σκάσει μύτη η πρώην μπροστά του, αυτός είναι βράχος. Κοινώς, είναι έτοιμος να βάλει γκολ σε άλλο γήπεδο.

Στίχοι:
[I]Μόλις βρίσκω δύναμη να ζήσω
πάντα κάπου θα σε συναντήσω
είσαι το βασανιστήριο μου
τέτοιο πράγμα ούτε στον εχθρό μου.

Σπάω κι όσο έρχεσαι κοντά μου
πίνω ότι βρίσκεται μπροστά μου
τρέμω αν νομίζω απόψε το 'χω
με μια λέξη να σου πω πως νιώθω

Ολοκαίνουργιος, από πάνω μέχρι κάτω
ευτυχώς προχωράω παρακάτω
η αγάπη σου κεφάλαιο που κλείνω
από σήμερα ολοκαίνουργιος θα γίνω
θα γίνω, θα γίνω, θα γίνω, ολοκαίνουργιος
θα γίνω, μακρυά σου ολοκαίνουργιος

Πάλι ξεκινάς τις εξηγήσεις
ήρθες για να το πανηγυρίσεις
κι έτσι επειδή με είδες μόνο
είπες να κεράσεις λίγο πόνο
Όσο με κοιτάζεις και παγώνω
ψάχνεις με τα χέρια σου αν λιώνω
τρέμω μα νομίζω απόψε το 'χω
να σου πω τι κάνω και πως νιώθω

Ολοκαίνουργιος, από πάνω μέχρι κάτω
ευτυχώς προχωράω παρακάτω
η αγάπη σου κεφάλαιο που κλείνω
από σήμερα ολοκαίνουργιος θα γίνω
θα γίνω, θα γίνω, θα γίνω, ολοκαίνουργιος
θα γίνω, μακρυά σου ολοκαίνουργιος
Ολοκαίνουργιος (Χ3)[/I]

- Τι κάνεις, είσαι καλά;
- Τι θες εσύ εδώ;
- Νευράκια; Απλά ήρθα να σε δω να μιλήσουμε.
- Ρε άντε και γαμήσου. Χωρισμό ήθελες, τελειώσαμε. Έχω γίνει ολοκαίνουργιος. Πάρε πούλο τώρα γιατί περιμένω ένα νέτο σε λίγη ώρα και θα μου χαλάσεις το κονέ.

(από HardcoreGR, 24/09/11)(από HardcoreGR, 24/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified