Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.

Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο Καποδίστριας είπε στους οπλαρχηγούς, που του ζητούσαν χρήματα για τις ανάγκες τους, ότι δεν έπρεπε να ελπίζουν σε τίποτα, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα και τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, οι οπλαρχηγοί, θερμόαιμοι καθώς ήταν, άναψαν και του είπαν πως: Αν δε μας τακτοποίησεις στα γρήγορα θα πάρουμε τα αρκεβούζια μας (όπλα της εποχής) και το λουλά μας και θα τα στήσουμε στο πέρασμα των Αναπλιού, οποίος πλούσιους θα πέφτει κατά κείθε, θα τον γραπώνουμε και θα του παίρνουμε λύτρα.

Καλά ρε, αυτοί οι δύο δεν μπορούν να συνεννοηθούν, ο Παντελής του εξηγεί ότι δεν γίνεται κι ο Μήτσος δεν καταλαβαίνει... Τι να λέμε. Αυτοί οι δύο είναι είναι Άρτζι Μπούρτζι και ο λουλάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρλιάνης: Ο επιτηδευματίας, ο έμπορος γυρολόγος.

Σε βλέπω και σε καμαρώνω παλικάρι μου, ξεκίνησες μαρλιάνης...
και έχεις αλυσίδα κοσμηματοπωλείων, μπράβο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.

Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.

Φουντούκια ποικιλίας Macadamia (από allivegp, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της λέξης κανίβαλος.

Η λέξη λέγεται για κάποιους αγενείς, χωρίς τρόπους και φέρεσθαι, οι οποίοι έχουν θράσος περισσό, και συναντώνται σε όλες τις ηλικίες και κοινωνικά στρώματα.

Μπορεί να είναι φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, και κατά κανόνα κινούνται με ιδιοτέλεια προς πάσα κατεύθυνση και χωρίς αιδώ.

Γενικά είναι ο συμφεροντολόγος, ο παρτάκιας, μπορεί να περιμένεις να παρκάρεις και θα κοιτάξει να χωθεί θρασύτατα να σου κλέψει τη θέση, εάν μπορεί να εξαπατήσει οποιονδήποτε για να κερδίσει οτιδήποτε, στη τελική είναι το άτομο χωρίς αξιοπρέπεια.

- Καλώς τον Ριρή τον καρνίβαλο, τι κάνεις, η οικογένεια καλά;
- Γεια σας, καλά εσείς; Θα μου βάλετε ένα μπολ παγωτό με μπόλικο σιρόπι σοκολάτα, και εάν μπορείτε φτιάχτε μας μια ομελέτα σαν αυτή που μας φτιάξατε εχθές... ήταν πολύ ωραία!!

το ολοκαύτωμα των καρνιβάλων (από Vrastaman, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αλάλητο: Το κουράδι, το κοπάδι που δεν το οδηγεί ο βοσκός.

- Καλά ε ... ό,τι νά 'ναι .. κοίτα πώς πάνε! - Έλα ρε το κοπάδι είναι αλάλητο!

αλιτριβιδιάρης: εργάτης σε ελαιοτριβείο

βαροκαμπανεί: μικρό μέγεθος, μεγάλο βάρος.

- Είναι καλά τουτανέ τα κάστανα,και βαροκαμπανούνε.

καβούσι: στέρνα, γουρνίτσα στη γη

καργάτζουλας: Το ζωύφιο που όταν δαγκώσει μπορεί να επιφέρει και θάνατο. Ο σκορπιός.

- Για να δούμε ήντα θα κάμει αυτός ο καργάτζουλας φέτος, θα τις μαζέψει τις ελιές... (ο σιμισιακός).

Κορδοκώλι Το παντελόνι

- Έβρηκα ένα μαγαζί με απίστευτα κορδοκώλια, τεφαρίκι.

Κουβαλές: Ο μεταφορέας.

Πές στον κουβαλέ να μας κουβαλήσει τουτανε τα δοχεία λάδι στο πρακτορείο.

κουρκούτσα: χελώνα

κτηματσέρο: το γαϊδούρι (Χανιά Κρήτης).

- Που πήγε πάλι αυτό το γαϊδούρι...αμ γιαυτο λένε κάλιο γαιδουρόδενε παρά Κτηματσεγύρευε.

λούπης: αρπακτικό όρνιο

μαλιτζέβελη: ε ευέλικτη, ευκολομεταχείριστη.

- Έτσι που είναι μικροκαμωμένη η Ντέπη... ειναι μαλιτζέβελη στο σέξ.. ρε φίλε ναούμε, τη γυρνάς απο δω, τη πετάς πάνω, τη βάζεις κάτω, οτι θέλεις την κάνεις.. χωρίς δυσκολία.
- Σώπα ρε.. α η Mπέτη!!! πούναι χρόνια στο κουρμπέτι... αχαχαχα

ματσιπέτι: το πέτρινο διάζωμα ταράτσας.

- Εκειά στό Ματσιπέτι να το θέσεις να το βλέπει ο ήλιος.

μισμιτζής: ο μίζερος, ιδιότροπος,ο επιλεκτικός ειδικά στο φαγητό (Χανιά Κρήτης).

- Ηντα νε τουτανά μωρέ Μισμιτζή...ουτε το κουνέλι στιφάδο δε σαρέσει;
Ε φάε τότε χοχλιούς μπουμπουριστούς...α στο καλό.

μουρμού: κράτα το στόμα κλειστό, τουμπεκί, μην μαρτυράς, μην με προδίδεις.

- Εκεί που θα πάμε τώρα, θα πω μερικά ψώματα... Εσύ μουρμού.

μπιλούρι: είσαι ολοκάθαρος, αστραφτερός.

- Έγινες μπιλούρι.

μπλαστρακίδα:το ένα κολλημένο στο άλλο

νταμπής: σερβιτόρος

όθεν εκειά: Προς τα εκεί, σε εκείνο το μέρος.

- Ούλο το απόγευμα η θυγατέρα του στη καφετέρια ήντονε. Μάνισε ο κύρης της και της λεει: Μην ξαναπάς όθεν εκειά κακομοίρα μου, γιατί θα χουμε άσχημα ξεμπερδέματα.

πιλατεύω: βασανίζω, ενοχλώ

πρεδευτάρης: ο κλεφταράκος, συνήθως ζώον και όχι άνθρωπος.

- Ο Σταχτούλης, είναι καλό και ήμερο γατί, αλλά είναι πρεδευτάρης.

ρούκουνας: Η γωνία.
Θα πας εκεία, μετά το ρούκουνα θα βρεις το μαχαλά του καλατζή, πήγαινε του τούτονα να το γανώση.

σάντολο: το βαπτιστήρι,ο βαπτισιμιός (Ηράκλειο Κρήτης).

Χαρώτο, το σάντολο μου, αντράκι έγινες.

σκλώπα: κουκουβάγια

τσιφίδια: μεγάλα καλάθια με ψάθα

φαμέγιος: υπηρέτης

χαλιμανταριό: πουταναριό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος Σάντας Κλάους.

Πώς λέγεται ο Σάντα Κλάους όταν έχει μεθύσει; Βασιλόπιτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αυτήν την περίπτωση η μύγα τρώει καλά, είναι ευνοημένη σε αντίθεση με το κουνούπι που τρώει (τρυπάει) το ατσάλι.

Λέγεται σε μια συναλλαγή, αγοραπωλησία, όταν ο ένας εκ των δυο συναλλασσομένων προσπαθεί να κερδίσει παραπάνω και να ρίξει τον άλλο.

Και βέβαια αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σαν τη μύγα μες το γάλα.

- Τριακόσιες χιλιάδες που μας λέτε είναι πολλά για αυτό το οικόπεδο με το κτίσμα, που είναι και παλαιό... θα πάει για κατεδάφιση.
- Εμείς έχουμε διακόσια πενήντα και και αυτά με πολλά ζόρια,
πρέπει να μας το αφήσετε... ε σας μίλησε και ο κουμπάρος μας... ο πρώτος σας ξάδερφος!!
- Όχι, δυστυχώς... εσύ θέλεις να φάει η μύγα γάλα και το κουνούπι ατσάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Μεθώνη από την Ενετοκρατία, υπήρχε ο νόμος της αρρενογονίας: ο πρώτος γιος κρατούσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας. Οι αδελφές έπαιρναν μόνο το ποσό της προίκας που είχε συμφωνηθεί και τίποτα άλλο. Ίσχυε αυτό που λέγανε λοιπόν το «ό,τι πάρει η νύφη στην Καβάλα». Τούτο σήμαινε ότι η γυναίκα δικαιούται όσα πήρε μέχρι την ώρα που σαν νύφη καβάλησε το άλογο και πήγε στο σπίτι του άντρα της.

Από το νέτι εδώ.

Τούτο σήμερα φυσικά έχει αλλάξει αφού η γυναίκα εργάζεται και δεν ισχύει όπως πριν, γιατί καταργήθηκε εκ των πραγμάτων η προίκα και γυρίσαμε στο αντίθετο να λέμε ότι είναι δύσκολος γαμπρός και δεν πρόκειται να παντρευτεί αυτός που δεν έχει προίκα. εδώ.
Πού είναι οι καιροί που λέγανε: Ό,τι πάρει η νύφη στην καβάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται σε κάποιον /-α που είναι έρμαιο του πάθους του, του αλκοόλ ή του τσιγάρου.

Ρε ντίρλα, πιες ένα κιλό, όχι τρία κιλά στην καθισιά σου, έλεος ...είπαμε να το πίνεις, όχι να σε πίνει.

drunk (από georgegreek, 28/12/11)Σε έφαγε το αρνί Μιχαλάκη μου... (από Galadriel, 29/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified