Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.

Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.

Φουντούκια ποικιλίας Macadamia (από allivegp, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Μεθώνη από την Ενετοκρατία, υπήρχε ο νόμος της αρρενογονίας: ο πρώτος γιος κρατούσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας. Οι αδελφές έπαιρναν μόνο το ποσό της προίκας που είχε συμφωνηθεί και τίποτα άλλο. Ίσχυε αυτό που λέγανε λοιπόν το «ό,τι πάρει η νύφη στην Καβάλα». Τούτο σήμαινε ότι η γυναίκα δικαιούται όσα πήρε μέχρι την ώρα που σαν νύφη καβάλησε το άλογο και πήγε στο σπίτι του άντρα της.

Από το νέτι εδώ.

Τούτο σήμερα φυσικά έχει αλλάξει αφού η γυναίκα εργάζεται και δεν ισχύει όπως πριν, γιατί καταργήθηκε εκ των πραγμάτων η προίκα και γυρίσαμε στο αντίθετο να λέμε ότι είναι δύσκολος γαμπρός και δεν πρόκειται να παντρευτεί αυτός που δεν έχει προίκα. εδώ.
Πού είναι οι καιροί που λέγανε: Ό,τι πάρει η νύφη στην καβάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ερώτηση σε κάποιον που δεν έχει τρόπους, δεν ξέρει να σταθεί σε ένα χώρο με τους υπόλοιπους της παρέας.

Παρμένο από παλιό ανέκδοτο της δεκαετίας του ογδόντα.

Λάκης (που τον έχει φέρει ο Βιόλης στην παρέα) μέσα στο ρεστοράν, μεγαλοφώνως, ρωτάει τους υπολοίπους:

- Ρε μαλάκες, δε πιστεύω το μαγαζί να είναι πιασέκωλο...

Σήφης ρωτάει το Βιόλη:

- Θα' τρωγες μια μπανάνα τώρα;

Bιόλης:

- Μπα, όχι με τίποτα!

Σήφης:

- Καλά εσύ δε θες, το μαϊμού δε θέλει μπανάνα;

smile (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένας άνθρωπος είναι της πόλης, μορφωμένος κοινωνικά και με λέγειν και έχει άποψη για όλα είναι πιο επιτηδευμένος και ζει μια άχαρη ζωή.

Αντιθέτως ένας χωριάτης είναι πραγματικά άρχοντας, διότι ζει με λιγότερο άγχος, είναι πιο ήρεμος και έχει μια πιο ανθρώπινη ζωή, είναι πιο ζεστός με τους γύρω του, και με κατανόηση και προσφορά για τον συνάνθρωπο του.

-Τι είπες τώρα ρε ξάδερφε, έχεις δυόμιση χιλιάδες φίλους; Εδώ στη μεγαλόνησο, αδιανόητο...
-Έτσι είναι! Η πόλη βγάζει άρχοντες και το χωριό χωριάτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο νεόπλουτος χωρικός, που διατηρεί όμως την πρώτη του αγροτική κατοικία έτσι για τα μάτια του κόσμου.

Μεταφράστηκε από τον Π. Σούτσο από το έργο Bourgeois Gentilhomme του Μολιέρου, κωμωδία που παιζόταν στα θέατρα με μεγάλη επιτυχία και από τότε έμεινε η λέξη.

- Κοίτα κουρσάρα ο Ηρακλής… Tι έγινε, ρε φίλε! - Ναι, βέβαια, παριστάνει το νεόπλουτο, είναι αρχοντοχωριάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της λέξης γαλότσα. Βρισιά από επιθεώρηση του Μάρκου Σεφερλή.

Στο νετι, εδώ: Δεν είναι ''γαλοτσα'' η σωστή λέξη . Μωρή ''παλιομπαλοτσα'' είναι η σωστή λέξη.

Βλ. μπαλότσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρλιάνης: Ο επιτηδευματίας, ο έμπορος γυρολόγος.

Σε βλέπω και σε καμαρώνω παλικάρι μου, ξεκίνησες μαρλιάνης...
και έχεις αλυσίδα κοσμηματοπωλείων, μπράβο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τρυφερούλης άνθρωπος, ο συμπαθητικούλης, και μέσα στη μόδα, στο ντύσιμο, έκφραση, κτλ.

Πρώτος Χορευταράς σε ντίσκο μέσα σε καράβι για Ιταλία και άλλες χώρες της Ευρώπης.

Έλα καμάν παπιτσούλο... δώστα όλα στη πίστα δικέ μου ... έτσιιιιι!
Καλά ε... είναι απίστευτος ο τύπος.

χορος (από georgegreek, 17/10/11)(από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρεοκοπημένος, μπατίρης. Ο ανάξιος στα χρέη του.
Από το αραβικό ''μουφλούζ''.

- Καλά ρε, αυτός δεν ήτανε ζαμπλουτισμένος;
- Εμ' τι τα 'θελε τα μεγαλεία και σκορπούσε τα χρήματα χωρίς καμιά αιδώ, τώρα έγινε μουφλούζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ασίκης είναι Τούρκικη (αραβική ασικλ= εραστής) και η αρχική της σημασία δεν είναι απλά νέος εύσωμος και εύψυχος, σχεδόν σύνωνυμος του λεβέντης, αλλά εραστής, αγαπητικός (ασίκ). Τη λέξη αυτή συχνά τη χρησιμοποιούν μαζί με την επίσης τουρκική καραμπουζουκλής, αλλά η λέξη αυτή έχει κακιά σημασία και δεν ταιριάζει με το ασίκης.

- Τι έγινε ρε φίλε μου, βλέπω ο Παυλάκης όλο τη φλερτάρει τη Λενιώ... (που τη θέλω εγώ )
- Ναι μωρέ, άστονε την έχει δει πολύ ασίκης...

(από Khan, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified