Μοναχικός, εγκαταλελειμμένος, περιθωριακός και απεριποίητος. Ενδεχομένως άσωτος, με άσχημο και έκλυτο βίο.

Θεσσαλικός ιδιωματισμός.

- Για΄ε μωρέ το γιαμόβα, πως κυκλοφορεί...ήντα ναι τουτανά που φορεί.
- Τι να κάνει ο άνθρωπος. Έσμπορος είναι ο φουκαράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένας άνθρωπος είναι της πόλης, μορφωμένος κοινωνικά και με λέγειν και έχει άποψη για όλα είναι πιο επιτηδευμένος και ζει μια άχαρη ζωή.

Αντιθέτως ένας χωριάτης είναι πραγματικά άρχοντας, διότι ζει με λιγότερο άγχος, είναι πιο ήρεμος και έχει μια πιο ανθρώπινη ζωή, είναι πιο ζεστός με τους γύρω του, και με κατανόηση και προσφορά για τον συνάνθρωπο του.

-Τι είπες τώρα ρε ξάδερφε, έχεις δυόμιση χιλιάδες φίλους; Εδώ στη μεγαλόνησο, αδιανόητο...
-Έτσι είναι! Η πόλη βγάζει άρχοντες και το χωριό χωριάτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της λέξης κανίβαλος.

Η λέξη λέγεται για κάποιους αγενείς, χωρίς τρόπους και φέρεσθαι, οι οποίοι έχουν θράσος περισσό, και συναντώνται σε όλες τις ηλικίες και κοινωνικά στρώματα.

Μπορεί να είναι φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, και κατά κανόνα κινούνται με ιδιοτέλεια προς πάσα κατεύθυνση και χωρίς αιδώ.

Γενικά είναι ο συμφεροντολόγος, ο παρτάκιας, μπορεί να περιμένεις να παρκάρεις και θα κοιτάξει να χωθεί θρασύτατα να σου κλέψει τη θέση, εάν μπορεί να εξαπατήσει οποιονδήποτε για να κερδίσει οτιδήποτε, στη τελική είναι το άτομο χωρίς αξιοπρέπεια.

- Καλώς τον Ριρή τον καρνίβαλο, τι κάνεις, η οικογένεια καλά;
- Γεια σας, καλά εσείς; Θα μου βάλετε ένα μπολ παγωτό με μπόλικο σιρόπι σοκολάτα, και εάν μπορείτε φτιάχτε μας μια ομελέτα σαν αυτή που μας φτιάξατε εχθές... ήταν πολύ ωραία!!

το ολοκαύτωμα των καρνιβάλων (από Vrastaman, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπελιές που έχουνε θέρμη.

Η έκφραση συναντάται σε περιοχή της χώρας μας (μάλλον Εύοσμο) και χαρακτηρίζει τις αφράτες, ροδαλές δεσποινίδες, άλλοτε χαμηλοβλεπούσες, άλλες φορές χαριεντιζόμενες μεταξύ τους και με την υπόλοιπη παρέα, πολλά υποσχόμενες, υπάρχουν για να κάνουν πιο όμορφη τη ζωή μας.

Να το Μαράκι, καλώς την καψοκοκόνα μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αλάλητο: Το κουράδι, το κοπάδι που δεν το οδηγεί ο βοσκός.

- Καλά ε ... ό,τι νά 'ναι .. κοίτα πώς πάνε! - Έλα ρε το κοπάδι είναι αλάλητο!

αλιτριβιδιάρης: εργάτης σε ελαιοτριβείο

βαροκαμπανεί: μικρό μέγεθος, μεγάλο βάρος.

- Είναι καλά τουτανέ τα κάστανα,και βαροκαμπανούνε.

καβούσι: στέρνα, γουρνίτσα στη γη

καργάτζουλας: Το ζωύφιο που όταν δαγκώσει μπορεί να επιφέρει και θάνατο. Ο σκορπιός.

- Για να δούμε ήντα θα κάμει αυτός ο καργάτζουλας φέτος, θα τις μαζέψει τις ελιές... (ο σιμισιακός).

Κορδοκώλι Το παντελόνι

- Έβρηκα ένα μαγαζί με απίστευτα κορδοκώλια, τεφαρίκι.

Κουβαλές: Ο μεταφορέας.

Πές στον κουβαλέ να μας κουβαλήσει τουτανε τα δοχεία λάδι στο πρακτορείο.

κουρκούτσα: χελώνα

κτηματσέρο: το γαϊδούρι (Χανιά Κρήτης).

- Που πήγε πάλι αυτό το γαϊδούρι...αμ γιαυτο λένε κάλιο γαιδουρόδενε παρά Κτηματσεγύρευε.

λούπης: αρπακτικό όρνιο

μαλιτζέβελη: ε ευέλικτη, ευκολομεταχείριστη.

- Έτσι που είναι μικροκαμωμένη η Ντέπη... ειναι μαλιτζέβελη στο σέξ.. ρε φίλε ναούμε, τη γυρνάς απο δω, τη πετάς πάνω, τη βάζεις κάτω, οτι θέλεις την κάνεις.. χωρίς δυσκολία.
- Σώπα ρε.. α η Mπέτη!!! πούναι χρόνια στο κουρμπέτι... αχαχαχα

ματσιπέτι: το πέτρινο διάζωμα ταράτσας.

- Εκειά στό Ματσιπέτι να το θέσεις να το βλέπει ο ήλιος.

μισμιτζής: ο μίζερος, ιδιότροπος,ο επιλεκτικός ειδικά στο φαγητό (Χανιά Κρήτης).

- Ηντα νε τουτανά μωρέ Μισμιτζή...ουτε το κουνέλι στιφάδο δε σαρέσει;
Ε φάε τότε χοχλιούς μπουμπουριστούς...α στο καλό.

μουρμού: κράτα το στόμα κλειστό, τουμπεκί, μην μαρτυράς, μην με προδίδεις.

- Εκεί που θα πάμε τώρα, θα πω μερικά ψώματα... Εσύ μουρμού.

μπιλούρι: είσαι ολοκάθαρος, αστραφτερός.

- Έγινες μπιλούρι.

μπλαστρακίδα:το ένα κολλημένο στο άλλο

νταμπής: σερβιτόρος

όθεν εκειά: Προς τα εκεί, σε εκείνο το μέρος.

- Ούλο το απόγευμα η θυγατέρα του στη καφετέρια ήντονε. Μάνισε ο κύρης της και της λεει: Μην ξαναπάς όθεν εκειά κακομοίρα μου, γιατί θα χουμε άσχημα ξεμπερδέματα.

πιλατεύω: βασανίζω, ενοχλώ

πρεδευτάρης: ο κλεφταράκος, συνήθως ζώον και όχι άνθρωπος.

- Ο Σταχτούλης, είναι καλό και ήμερο γατί, αλλά είναι πρεδευτάρης.

ρούκουνας: Η γωνία.
Θα πας εκεία, μετά το ρούκουνα θα βρεις το μαχαλά του καλατζή, πήγαινε του τούτονα να το γανώση.

σάντολο: το βαπτιστήρι,ο βαπτισιμιός (Ηράκλειο Κρήτης).

Χαρώτο, το σάντολο μου, αντράκι έγινες.

σκλώπα: κουκουβάγια

τσιφίδια: μεγάλα καλάθια με ψάθα

φαμέγιος: υπηρέτης

χαλιμανταριό: πουταναριό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχετικά ακαμάτης, συνήθως low profile, λίγο κουτοπόνηρος και λίγο σπίρτο βρεγμένο.

Συναντάται σε εργοστάσια, εργαζόμενος σε μη χειρωνακτικές εργασίες, έχοντας καταλάβει ένα καλό πόστο, με πιθανότητες ανέλιξης του, περνώντας τα χρόνια, σε διευθυντή.

Είναι βέβαια υπάκουος και συνεργάσιμος πάντα.

- Ρε ο λελέτης, ούτε γυμνάσιο δεν έχει τελειώσει... - Καλά, φίλε μου... θα τον δεις κάποια μέρα , μεγάλο και τρανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.

Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.

Φουντούκια ποικιλίας Macadamia (από allivegp, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, βραδύνους, ο άλαλος.

Αρκαδικό.

Τι κάνεις ρε μώκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρεοκοπημένος, μπατίρης. Ο ανάξιος στα χρέη του.
Από το αραβικό ''μουφλούζ''.

- Καλά ρε, αυτός δεν ήτανε ζαμπλουτισμένος;
- Εμ' τι τα 'θελε τα μεγαλεία και σκορπούσε τα χρήματα χωρίς καμιά αιδώ, τώρα έγινε μουφλούζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη φάλαινα Μπελούκα. Ορισμός που βγαίνει από την εμφάνιση κάποιου.

- Γιατί τον αποκαλείτε έτσι; - Γιατί είναι σα φάλαινα μπελούκα.

Φάλαινα μπελούγκα. (από Khan, 19/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified