Ο βλάκας, βραδύνους, ο άλαλος.
Αρκαδικό.
Τι κάνεις ρε μώκο;
Ο βλάκας, βραδύνους, ο άλαλος.
Αρκαδικό.
Τι κάνεις ρε μώκο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν ένας άνθρωπος είναι της πόλης, μορφωμένος κοινωνικά και με λέγειν και έχει άποψη για όλα είναι πιο επιτηδευμένος και ζει μια άχαρη ζωή.
Αντιθέτως ένας χωριάτης είναι πραγματικά άρχοντας, διότι ζει με λιγότερο άγχος, είναι πιο ήρεμος και έχει μια πιο ανθρώπινη ζωή, είναι πιο ζεστός με τους γύρω του, και με κατανόηση και προσφορά για τον συνάνθρωπο του.
-Τι είπες τώρα ρε ξάδερφε, έχεις δυόμιση χιλιάδες φίλους; Εδώ στη μεγαλόνησο, αδιανόητο...
-Έτσι είναι! Η πόλη βγάζει άρχοντες και το χωριό χωριάτες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
αλάλητο: Το κουράδι, το κοπάδι που δεν το οδηγεί ο βοσκός.
- Καλά ε ... ό,τι νά 'ναι .. κοίτα πώς πάνε! - Έλα ρε το κοπάδι είναι αλάλητο!
αλιτριβιδιάρης: εργάτης σε ελαιοτριβείο
βαροκαμπανεί: μικρό μέγεθος, μεγάλο βάρος.
- Είναι καλά τουτανέ τα κάστανα,και βαροκαμπανούνε.
καβούσι: στέρνα, γουρνίτσα στη γη
καργάτζουλας: Το ζωύφιο που όταν δαγκώσει μπορεί να επιφέρει και θάνατο. Ο σκορπιός.
- Για να δούμε ήντα θα κάμει αυτός ο καργάτζουλας φέτος, θα τις μαζέψει τις ελιές... (ο σιμισιακός).
Κορδοκώλι Το παντελόνι
- Έβρηκα ένα μαγαζί με απίστευτα κορδοκώλια, τεφαρίκι.
Κουβαλές: Ο μεταφορέας.
Πές στον κουβαλέ να μας κουβαλήσει τουτανε τα δοχεία λάδι στο πρακτορείο.
κουρκούτσα: χελώνα
κτηματσέρο: το γαϊδούρι (Χανιά Κρήτης).
- Που πήγε πάλι αυτό το γαϊδούρι...αμ γιαυτο λένε κάλιο γαιδουρόδενε παρά Κτηματσεγύρευε.
λούπης: αρπακτικό όρνιο
μαλιτζέβελη: ε ευέλικτη, ευκολομεταχείριστη.
- Έτσι που είναι μικροκαμωμένη η Ντέπη... ειναι μαλιτζέβελη στο σέξ.. ρε φίλε ναούμε, τη γυρνάς απο δω, τη πετάς πάνω, τη βάζεις κάτω, οτι θέλεις την κάνεις.. χωρίς δυσκολία.
- Σώπα ρε.. α η Mπέτη!!! πούναι χρόνια στο κουρμπέτι... αχαχαχα
ματσιπέτι: το πέτρινο διάζωμα ταράτσας.
- Εκειά στό Ματσιπέτι να το θέσεις να το βλέπει ο ήλιος.
μισμιτζής: ο μίζερος, ιδιότροπος,ο επιλεκτικός ειδικά στο φαγητό (Χανιά Κρήτης).
- Ηντα νε τουτανά μωρέ Μισμιτζή...ουτε το κουνέλι στιφάδο δε σαρέσει;
Ε φάε τότε χοχλιούς μπουμπουριστούς...α στο καλό.
μουρμού: κράτα το στόμα κλειστό, τουμπεκί, μην μαρτυράς, μην με προδίδεις.
- Εκεί που θα πάμε τώρα, θα πω μερικά ψώματα... Εσύ μουρμού.
μπιλούρι: είσαι ολοκάθαρος, αστραφτερός.
- Έγινες μπιλούρι.
μπλαστρακίδα:το ένα κολλημένο στο άλλο
νταμπής: σερβιτόρος
όθεν εκειά: Προς τα εκεί, σε εκείνο το μέρος.
- Ούλο το απόγευμα η θυγατέρα του στη καφετέρια ήντονε. Μάνισε ο κύρης της και της λεει: Μην ξαναπάς όθεν εκειά κακομοίρα μου, γιατί θα χουμε άσχημα ξεμπερδέματα.
πιλατεύω: βασανίζω, ενοχλώ
πρεδευτάρης: ο κλεφταράκος, συνήθως ζώον και όχι άνθρωπος.
- Ο Σταχτούλης, είναι καλό και ήμερο γατί, αλλά είναι πρεδευτάρης.
ρούκουνας: Η γωνία.
Θα πας εκεία, μετά το ρούκουνα θα βρεις το μαχαλά του καλατζή, πήγαινε του τούτονα να το γανώση.
σάντολο: το βαπτιστήρι,ο βαπτισιμιός (Ηράκλειο Κρήτης).
Χαρώτο, το σάντολο μου, αντράκι έγινες.
σκλώπα: κουκουβάγια
τσιφίδια: μεγάλα καλάθια με ψάθα
φαμέγιος: υπηρέτης
χαλιμανταριό: πουταναριό
Βλ. μανιτζέβελος, μαϊτζέβελο, ματζόβολο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στάσου και μη μιλάς.
Μπουλιάρικο.
Με διακόπτεις συνέχεια, πολυβόλο πάει ο στόμας σου, α... γιά στήλωνε και μη φωτάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μαντζοχάτζαλος: Ο ηλίθιος, αυτός που ρετάρει, χάνει λάδια.
Τι λέει ρε... ο μαντζοχάτζαλος...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σε αυτήν την περίπτωση η μύγα τρώει καλά, είναι ευνοημένη σε αντίθεση με το κουνούπι που τρώει (τρυπάει) το ατσάλι.
Λέγεται σε μια συναλλαγή, αγοραπωλησία, όταν ο ένας εκ των δυο συναλλασσομένων προσπαθεί να κερδίσει παραπάνω και να ρίξει τον άλλο.
Και βέβαια αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σαν τη μύγα μες το γάλα.
- Τριακόσιες χιλιάδες που μας λέτε είναι πολλά για αυτό το οικόπεδο με το κτίσμα, που είναι και παλαιό... θα πάει για κατεδάφιση.
- Εμείς έχουμε διακόσια πενήντα και και αυτά με πολλά ζόρια,
πρέπει να μας το αφήσετε... ε σας μίλησε και ο κουμπάρος μας... ο πρώτος σας ξάδερφος!!
- Όχι, δυστυχώς... εσύ θέλεις να φάει η μύγα γάλα και το κουνούπι ατσάλι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν μια κατάσταση είναι πίκρα, ή όταν η παρέα είναι για τα πανηγύρια.
Γενικά χρησιμοποιείται σαν έκφραση απαξίωσης για κάποιον η κάποια που πετάει μπαρούφες.
Από γνωστό παραδοσιακό τραγούδι για το Νταβέλη.
Δημοσιογράφος στη λαϊκή, ρωτάει ηλικιωμένη για τα μέτρα λιτότητας που επιβάλει η κυβέρνηση, εάν είναι ευχαριστημένη και αυτή απαντάει:
-Μια χαρά είναι, καλά περνάμε!!!
Πετάγεται δίπλα μια γυναίκα με αγανάκτηση και τη μουρντάρει:
-Άρε κατακαημένη Αράχωβα... θα πεις περνάς καλά... φτου στα μούτρα σου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που λέγεται σε κάποιον /-α που είναι έρμαιο του πάθους του, του αλκοόλ ή του τσιγάρου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραφθορά της λέξης γαλότσα. Βρισιά από επιθεώρηση του Μάρκου Σεφερλή.
Βλ. μπαλότσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified