Η λέξη ασίκης είναι Τούρκικη (αραβική ασικλ= εραστής) και η αρχική της σημασία δεν είναι απλά νέος εύσωμος και εύψυχος, σχεδόν σύνωνυμος του λεβέντης, αλλά εραστής, αγαπητικός (ασίκ). Τη λέξη αυτή συχνά τη χρησιμοποιούν μαζί με την επίσης τουρκική καραμπουζουκλής, αλλά η λέξη αυτή έχει κακιά σημασία και δεν ταιριάζει με το ασίκης.

- Τι έγινε ρε φίλε μου, βλέπω ο Παυλάκης όλο τη φλερτάρει τη Λενιώ... (που τη θέλω εγώ )
- Ναι μωρέ, άστονε την έχει δει πολύ ασίκης...

(από Khan, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρεοκοπημένος, μπατίρης. Ο ανάξιος στα χρέη του.
Από το αραβικό ''μουφλούζ''.

- Καλά ρε, αυτός δεν ήτανε ζαμπλουτισμένος;
- Εμ' τι τα 'θελε τα μεγαλεία και σκορπούσε τα χρήματα χωρίς καμιά αιδώ, τώρα έγινε μουφλούζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.

Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη φάλαινα Μπελούκα. Ορισμός που βγαίνει από την εμφάνιση κάποιου.

- Γιατί τον αποκαλείτε έτσι; - Γιατί είναι σα φάλαινα μπελούκα.

Φάλαινα μπελούγκα. (από Khan, 19/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή για κάποιον που μας φέρθηκε χωρίς τον δέοντα σεβασμό, του το λέμε με κόσμιο τρόπο. Δηλαδή να πάει να κάνει σεξ, ή ότι έχει κάνει σεξ.

Κάτι σαν λογοπαίγνιο, επειδή δεν θέλουμε να χρησιμοποιούμε ύβρεις (ξεκάθαρο αυτό). Κάτι παρεμφερές του ''αν δεν σου αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις''.

Λοιπόν, που λες, φίλε Λάκη... Πλύσου, ντύσου και θα το φχαριστηθείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified