Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Got a better definition? Add it!
Ο κατεστραμμένος, συνήθως από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Αυτός που έχει κάψει πάρα πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με τις παραπάνω καταχρήσεις και φαίνεται στον τρόπο που μιλάει και φέρεται.
Κοίτα ρε τον καμένο! Μόνος του μιλάει, μόνος του γελάει, μόνος του χορεύει. Τι έχει πάρει και κάνει έτσι άραγε;
Δες και κάρβουνο.
Got a better definition? Add it!
Το σαράβαλο. Χρησιμοποιείται για μέσα μεταφοράς, κυρίως αυτοκίνητο αλλά και μηχανάκι, ποδήλατο κτλ.
-Κάνε άκρη μωρέ με το καρούλι σου. Ούτε τα 60 δεν πιάνει και είσαι και στην αριστερή λωρίδα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.
- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Το κρασί, αλλά μάγκικα. Από τα κρασί + χασίσι.
- Βάλε κρασίσι να πιούμε να γίνουμε λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Το κωλόμπαρο, το μπαρ δηλαδή που εργάζονται ιερόδουλες.
-Θα 'ρθει και ο Γιάννης μαζί μας το βράδυ. -Άντε επιτέλους, μήπως βρει και καμιά κοπέλα γιατί έχει κάνει το κωλάδικο της γειτονιάς δεύτερο σπίτι του!
Got a better definition? Add it!
Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.
— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.
Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκλάβα, γκολ, γιάμπαλο, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κάκα, κλασμένος, κόκαλο, κομμάτια, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιώμα, μανουάλι, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούρνα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε τηλεπερσόνες που κυνηγάνε όλες τις εκπομπές και τις ειδήσεις σε κάθε κανάλι ώστε να βγουν στον αέρα και να πουν την γνώμη τους για οποιοδήποτε θέμα.
— Άλλαξε κανάλι ρε συ. — Και να μην δούμε τη γνώμη του Κακαουνάκη και του Τράγκα για τον πόλεμο; — Την γνώμη των δυο υπερ-μαϊντανών θες να δεις και συ; Σοβαρές προσωπικότητες βρήκες και συ που θες να ακούσεις και τη γνώμη τους!!! Αυτοί θα έβγαιναν να σχολιάσουν μέχρι και τα ρούχα που φόραγε η Βανδή στη πρεμιέρα της!!
Got a better definition? Add it!
Ο μπανιστιρτζής, ο ηδονοβλεψίας, αυτός που παίρνει μάτι.
-Έχουμε πάει με την Ελένη στον Λυκαβηττό και εκεί που έχει ζεσταθεί το πράγμα και ετοιμαζόμαστε για την τελική ευθεία, βλέπω στα 2 μέτρα πίσω από τους θάμνους έναν ματάκια. -Έλα ρε; Και τι έκανες; -Ε, τι να κάνω, του φώναξα για να φύγει αλλά και τι άλλο να κάνω; Να τον κυνηγήσω με κατεβασμένα τα παντελόνια όπως ήμουν;
Got a better definition? Add it!
Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.
Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!
Got a better definition? Add it!