Περιγράφει τη συνάθροιση παρέας, συνήθως σε παραλιακό ταβερνάκι, ουζερί ή και σε σπίτι, για την κατανάλωση ούζου με τη συνοδεία μεζέ, συνήθως ψαρικών. Αντίστοιχα υπάρχει και η κρασοκατάσταση και η μπυροκατάσταση.

-Θα έρθεις την Κυριακή ε; -Πού να έρθω; -Έχουμε κανονίσει ουζοκατάσταση σε ένα ταβερνάκι στο Πόρτο Ράφτη, θα είμαστε μεγάλη παρέα. Έλα θα΄ναι ωραία.

Πάρτυ με ούζα (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρέχομαι, γίνομαι λούτσα.

- Καλά, πώς είσαι έτσι βρεγμένος;
- Ερχόμουν σπίτι με τα πόδια και πιάνει μια μπόρα, δεν φαντάζεσαι, παπί έγινα μέχρι να φτάσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά (ή και ο απόφοιτος) στη σχολή Μωραΐτη (ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας). Όπως και για το «κολεγιόπαιδο», χρησιμοποιείται και κοροϊδευτικά.

- Πώπω, σκάσαν μύτη όλα τα Μωραϊτόπαιδα! Πού είμαστε ρε συ, στο Beverly Hills; Να δεις που θα σκάσουν μύτη σε λίγο ο Μπράντον και η Κέλυ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αναπτήρας, αλλά στα πολύ αλανιάρικα. Αλλιώς και φόκο.

Πιάσε το τσακμάκι να ανάψω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.

- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φρικιό. Αυτός που έχει περίεργη ή άσχημη εμφάνιση. Χρησιμοποιείτο κατά κόρον στις ελληνικές τηλεταινίες του '80.

-Έχει χαλάσει το νησί, κάθε καλοκαίρι έρχονται κάτι φρίκουλα με τα σκισμένα ρούχα και τα πολύχρωμα μαλλιά!

ΤΙ ΝΑ ΠΡΩΤΟΠΩ ΓΙ\' ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ; ΠΑΡΕ ΤΑ ΒΑΡΔΟΥΛΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ? ΧΕΒΥ ΜΕΝΤΑΛ? ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΝΑ ΣΠΙΝΑΡΕΙΣ? ΦΡΙΚΙΟ ΚΑΙ ΑΛΑΝΙΑΡΗΣ? (από xalikoutis, 02/07/09)

Βλέπε και υποφρικιό και φρίκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάγκας, ο έξυπνος, αυτός που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, γενικά αυτός που περνιέται για καλύτερος από τους υπόλοιπους.

-Κοίτα ρε τον Γιαννάκη που επειδή στραβώθηκε η βλαμμένη η Λίζα και τον παντρεύτηκε, μας το παίζει μούρη με τα λεφτά της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χρόνια του δημοτικού, σύννεφο είναι η διαδικασία που κάποιος τρώει μαζεμένες φάπες από όλη την τάξη. Συνήθως σύννεφο «τρώνε» οι φρεσκοκουρεμένοι. Το φατούρο. Το μπούγιο.

-Συ-συ-συνεφο, ε-ε-έπεσε, 5-4-3-2-1-0! παφ πλατς μπουφ* -Αααααααααα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρετισμός, εις το επανιδείν.

Άντε φεύγω γιατί έχω και κάτι δουλειές να κάνω. Τα λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified