Αυτός που είναι μούρη αλλά πιο πολύ από όλους τους άλλους. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει ο ίδιος.

- Ποίος το περίμενε ρε, ο Βασίλης που στο σχολείο ήταν του κλότσου και του μπάτσου έγινε πορτιέρης, έμπλεξε με τα κυκλώματα της νύχτας και τώρα τον τρέμει όλη η Αθήνα! Πρώτη μούρη στο Καβούρι ο Βασιλάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάγκας, ο έξυπνος, αυτός που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, γενικά αυτός που περνιέται για καλύτερος από τους υπόλοιπους.

-Κοίτα ρε τον Γιαννάκη που επειδή στραβώθηκε η βλαμμένη η Λίζα και τον παντρεύτηκε, μας το παίζει μούρη με τα λεφτά της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπρατσωμένος, ο μποντιμπιλντεράς, το μπιλντέρι, ο σφίχτερμαν, ο υπερβολικά γυμνασμένος που συνήθως το επιδεικνύει όσο και όπως μπορεί, με κολλητά μπλουζάκια, αμάνικα κτλ. Συνήθως μοιάζει με ντουλάπα και δεν χωράει να περάσει από τις πόρτες.

Καλά, εγώ δεν ξαναπάω σε αυτό το γυμναστήριο. Είναι γεμάτο σφίχτες και εκτός ότι κάνουν σαν βλάκες στα όργανα, στα αποδυτήρια κάθονται τσίτσιδοι μπροστά στον καθρέφτη και θαυμάζονται! Μια αηδία!

(από Galadriel, 25/03/11)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά (ή και ο απόφοιτος) στη σχολή Μωραΐτη (ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας). Όπως και για το «κολεγιόπαιδο», χρησιμοποιείται και κοροϊδευτικά.

- Πώπω, σκάσαν μύτη όλα τα Μωραϊτόπαιδα! Πού είμαστε ρε συ, στο Beverly Hills; Να δεις που θα σκάσουν μύτη σε λίγο ο Μπράντον και η Κέλυ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρασί, αλλά μάγκικα. Από τα κρασί + χασίσι.

- Βάλε κρασίσι να πιούμε να γίνουμε λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπύρα, αλλά στα πολύ μάγκικα. Από το μπύρα + ηρωίνη.

- Τι λες, πάμε να πιούμε καμιά μπυρωίνη; - Μίλα κανονικά ρε ηλίθιε να συνεννοηθούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.

— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.

Το μωρό ειναι λιάρδα, πίτα, ντίρλα, σσσκατά, κομμάτια, άσ\' τα να πάνε... (από vikar, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοχος και οδηγός Ιδιωτικής Χρήσης αυτοκινήτου. πληθυντικός: ΙΧήδες.

- Πάλι πήχτρα η Κηφισίας. - Εμ βέβαια αφού βγήκαν όλοι οι μάγκες οι ΙΧήδες στον δρόμο καλά να πάθουν. Αντί να πάρουν το ΜΕΤΡΟ και να φτάσουν σε 20 λεπτά, άστους να πήξουν στην κίνηση τα κορόιδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.

- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά χρήματα και συνήθως το επιδεικνύει.

Σωστός ο Κυριάκος, βρήκε εκεί την Σούλα που είναι φραγκάτη και τώρα μου κάνει διακοπές στην Μύκονο τα καλοκαίρια.

Δες και -άτος. Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified