Η μπύρα, αλλά στα πολύ μάγκικα. Από το μπύρα + ηρωίνη.

- Τι λες, πάμε να πιούμε καμιά μπυρωίνη; - Μίλα κανονικά ρε ηλίθιε να συνεννοηθούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά (ή και ο απόφοιτος) στη σχολή Μωραΐτη (ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας). Όπως και για το «κολεγιόπαιδο», χρησιμοποιείται και κοροϊδευτικά.

- Πώπω, σκάσαν μύτη όλα τα Μωραϊτόπαιδα! Πού είμαστε ρε συ, στο Beverly Hills; Να δεις που θα σκάσουν μύτη σε λίγο ο Μπράντον και η Κέλυ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο συνηθισμένη και μη χυδαία λέξη για την περιγραφή μιας όμορφης γυναίκας. Συνώνυμα: μουνί (και όλα τα παράγωγά του), τούμπανο, γοργόνα, μανίτσα.

- Ήταν ένα μωρό χτες στο club άλλο πράγμα! Ξανθιά, πράσινα μάτια, καμπύλες... Τι να σου λέω τώρα; - Και; Τη γνώρισες; - Προσπάθησα, αλλά η τύπισσα ήταν παγόμουνο και δεν μου μίλαγε καν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει τη συνάθροιση παρέας, συνήθως σε παραλιακό ταβερνάκι, ουζερί ή και σε σπίτι, για την κατανάλωση ούζου με τη συνοδεία μεζέ, συνήθως ψαρικών. Αντίστοιχα υπάρχει και η κρασοκατάσταση και η μπυροκατάσταση.

-Θα έρθεις την Κυριακή ε; -Πού να έρθω; -Έχουμε κανονίσει ουζοκατάσταση σε ένα ταβερνάκι στο Πόρτο Ράφτη, θα είμαστε μεγάλη παρέα. Έλα θα΄ναι ωραία.

Πάρτυ με ούζα (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω πακέτο, δηλαδή έχω πρόβλημα, ζορίζομαι, ταλαιπωρούμαι.

- Πακετώθηκε ο Στάθης, έχασε όλα του τα λεφτά, του κατέσχεσαν το σπίτι, τον άφησε η γυναίκα του, χάθηκε και ο σκύλος του, του κάηκε και το βίντεο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πσκ, πουσουκού

Το τριήμερο από Παρασκευή έως Κυριακή. Το λένε κυρίως οι φαντάροι για τυχόν τέτοια άδεια.

Βλ. και σκ.

- Θα ζητήσω πσκ έξω, αλλά σιγά μη μου την δώσουν τα καθίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλεκτρονική μουσική με πολύ έντονο beat. Αναφέρεται συνήθως στη μουσική trance.

Κλείσ' τα πια αυτά τα πριόνια, με έπιασε πονοκέφαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική μορφή έλληνα φιλάθλου που από την κερκίδα ή από τον καναπέ του παριστάνει τον προπονητή της ομάδας του με σχόλια όπως: «Πρέπει να τραβηχτεί ο Πατσατζόγλου λίγο προς τα πίσω και αριστερά ώστε να καλύψει το αμυντικό κενό ενώ ο Τζορτζεβιτς να προωθείται πιο πολύ και να αλλάζει γρήγορα πάσες με τον Ριβάλντο ο οποίος πρέπει να γυρίσει λίγο πιο πίσω ώστε να βοηθάει στο κόψιμο των αντεπιθέσεων...» ή: «Μα τι τον κρατάει μέσα; Να βγει ο Ανατολάκης και να μπει ο Μάριτς ώστε να προωθηθεί όλη η αμυντική γραμμή πιο μπροστά.»

Φυσικά θεωρεί τον προπονητή της ομάδας του άχρηστο επειδή δεν κάνει της αλλαγές που ο ίδιος θέλει και δεν σηκώνει και κουβέντα πάνω στις επιλογές του που είναι πάντα ολόσωστες (για τον ίδιο).

- Προωθηθείτε ρε!!! - ... - Καλύψτε τα κενά στην άμυνα, αμαρκάριστος είναι ο άλλος στην μικρή περιοχή!! - .... - Δώσε πάσα ρε, τι σουτάρεις από τα 40 μέτρα ρε γαμώτο;;; - ...
- Μα γιατί δεν τον βγάζει, αφού σέρνεται! - Σταμάτα πια ρε Νίκο, μου τα 'χεις πρήξει από την αρχή του παιχνιδιού. Προπονηταρά της κερκίδας! Ξέρεις εσύ καλύτερα από αυτόν που είναι η δουλειά του και είναι προπονητής 20 χρόνια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μούρη αλλά πιο πολύ από όλους τους άλλους. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει ο ίδιος.

- Ποίος το περίμενε ρε, ο Βασίλης που στο σχολείο ήταν του κλότσου και του μπάτσου έγινε πορτιέρης, έμπλεξε με τα κυκλώματα της νύχτας και τώρα τον τρέμει όλη η Αθήνα! Πρώτη μούρη στο Καβούρι ο Βασιλάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.

- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified