(Προφέρεται «βέρια»)

Προέλευση: σύμπτυξη 2 λέξεων, βέρι (=νταραβέρι) + area (αγγλ. = χώρος).

Είναι ο χώρος που είναι γνωστός λόγω του ότι γίνονται νταραβέρια (κυρίως με ναρκωτικά), παράνομες συναναστροφές μεταξύ περίεργων. Βarea είναι συνήθως πάρκα, εκκλησίες και πλατείες (στην Αθήνα η πιο γνωστή είναι η Ομόνοια).

*Το λήμμα δεν σχετίζεται με την πόλη Βέροια (εκτός αν κάποιος ξέρει κάτι καλό εκεί).

- Ρε φίλε, που θα βρούμε εδώ πέρα κάποιον να γίνουμε;
- Άραξε, έχω ακούσει ότι είναι μια πλατεία εδώ κοντά, κλασσική βarea!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσιμος/-η.

Προέλευση < γαμάω+ -able (αγγλ.) < fuckable

Κάποιος/κάποια που είναι αρεστός τόσο ώστε να αξίζει να ερωτοτροπήσεις μαζί του.

(Επίσης υπάρχει και φασόσαμπλ < φασώνω)

- Γνώρισα χθες ένα γκομενάκι. Πήρα και τον αριθμό της.
- Καλή;
- Ντάααξει, μέτρια είναι, αλλα είναι γαμήσαμπλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: Σύντμηση της λέξης «ζελατίνα».

Είναι η ζελατίνα-περιτύλιγμα ενός πακέτου τσιγάρων ή και η φαρμακευτική ζελατίνα που είναι αεροστεγής. Η συντομογραφία αυτή χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ χρηστών κάνναβης, αλλά και ναρκωτικών. Η ζέλα χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει / καβατζώσει ο χρήστης το stuff του.

Πολύ συχνά τη συναντάμε και με το δεύτερο μέρος της κανονικής λέξης, δηλαδή ''τίνα''.

**Υπάρχει και δεύτερος ορισμός γι' αυτή τη λέξη σε κάποιες διαλέκτους και δεν έχει καμία σχέση με τη ζελατίνα. ΜΗΝ τολμήσει κανας μπινές και τον ανεβάσει.*

- Χώρισες τη φούντα;
- Ναι.
- Έχεις καμιά ζέλα να καβατζώσω τη δικιά μου;
- Όχι, πάρε χαρτί από το γραφείο για να το τυλίξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση < πακέτο (ποδανά = κετοπά) + τσιγάρο(=γαροτσί, ροτσί) => κετοτσί.

Το τσιγάρο που καπνίζει κάποιος μετά από μία αποτυχία-πίκρα με σκοπό να χαλαρώσει και να ξεχαστεί έστω και λίγο.

Ποο! Τον πούλο. Πάλι δεν πέρασα τα σήματα, κάνω το κετοτσί στη στάση και πάω να γυρίσω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση απο το alternative. Τυπάκια με ένα δυο τζίβες, που συχνάζουν σε καφετέριες κουλτουριστικής διάθεσης (π.χ. booze , k-44) αλλά παρόλα αυτά οι γνώσεις τους επί της κουλτούρας είναι μηδαμινές και επιφανειακές. Τα άτομα αυτά συνήθως ανήκουν στην νεολαία του Συνασπισμού.

Ρε φίλε! Λες να πάμε στο πάρτυ στα Εξάρχεια να χωθούμε σε λατέρνατιβ γκομενάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδανά = Πίνεις γάρα;

Η φράση χρησιμοποιείται όταν θές να μάθεις αν κάποιος πίνει φούντα και δεν θες να φανερωθείς στους τριγύρω σου προκαλώντας αντιδράσεις δυσφορίας.

Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ουσίες (π.χ. νισπεί κακό;) με τον ίδιο πάντα σκοπό.

- Αρχηγέ μου, νισπεί ραγά;
- Εννοείται (χαμόγελο).
- Ωραίος! Άμα θές έλα πίσω για άραγμα σε 5.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση < παπάρι (ανδρικό γεννητικό όργανο) + σκόνη

Παπαρόσκονη αποκαλούμε ένα άτομο μικρής ηλικίας το οποίο προσπαθεί να μιμηθεί συμπεριφορές μεγαλύτερων του χωρίς επιτυχία.

(Η συγκεκριμένη λέξη αποτελεί αρκετά παλαιό ιδιωματισμό και είναι λογικό με τα χρόνια να χρησιμοποιείται και με διαφορετικούς τρόπους).

- Εγώ λέω να πάμε φέτος στη Σύρο που απ' ό,τι ξέρω είναι γαμάτη!
- Εσύ μωρή παπαρόσκονη μη μιλάς δεν ξέρεις τίποτα.
- Καλά, sorry.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση < pervert = ανώμαλος / περίεργος (αγγλ.).

Ο περβερτάς δεν έχει συγκεκριμένο στυλ, είναι γενικότερα τύπος που θα δεις να περιφέρεται στον δρόμο με έντονη και χαρακτηριστική αμφίεση ή περίεργο ύφος και συνήθως προκαλεί το γέλιο στον περίγυρό του για αυτόν το λόγο. Παρά ταύτα πιστεύει πως το εκκεντρικό του στυλ είναι αρεστό.

Χαχαχα! κοίτα εκεί το περβερτά με τα μοβ μποτάκια που το 'χει πιστέψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: ποδόσφαιρο + φέος (=γάρο)

Το τσιγαριλίκι (ή και περισσότερα) που πίνει ένας οπαδός όταν είναι στο γήπεδο. Η κατάποσή του συνήθως γίνεται ή στην αρχή ή στο ημίχρονο του αγώνα. Οι πιο σκληροπυρηνικοί μπορεί να το σκάσουν και όταν σκοράρει η ομάδα τους, ώστε να νοιώσουν τη κάβλα πιο έντονα στην εξέδρα.

*Σε σοβαρές κερκίδες μπορεί κάποιος να το ακούσει και σαν ''γηπεδικό σκανάκι'' ή ''τρίφυλλο βαρβάτο και ωραίο''.

- Τσακάλια, έχουμε μόνο έναν ποδοσφέο για σήμερα, να τον στρίψουμε τώρα;
- Άραξε ρε στο ημίχρονο, ας πιούμε τώρα τις μπύρες που μπάσαμε γιατί μετά θα γίνουν κάτουρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση|tcif sa ropt=σου γκαμώ το σπίτι (στην αλβανική) > ουσ. τσιφσαράς.

Ο κάγκουρας Αλβανικής υπηκοότητας που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα και ταράσσει τη δημόσια ηρεμία με γελοίους βρυχηθμούς και πράξεις.

- Είδες τους τσιφσαράδες που αράζουν στην πλατεία;
- Γαμησέ τα, τώρα που πέρασα με τη Μαρία κοζάραν τον κώλο της και σφυράγαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified