Αγανάκτηση, οργή, διάθεση αντεκδίκησης, πείσμα

Η λέξη εντοπίζεται στην αλβανική και την τουρκική με την ίδια σημασία.

Προέρχεται από τις πρώτες δυο λέξεις του 2ου ψαλμού του Δαβίδ, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα: Ἵνα τὶ (οἱ λαοὶ ἐμελέτησαν μάταια)

- Μ' έπιασε γινάτι: πείσμωσα, αγανάκτησα.

- Το έκανα από γινάτι: το έκανα από πείσμα, ως αντεκδίκηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γυρίζει, που δεν κάθεται σε μια θέση. Ρήμα γκιζιρεύω. Τουλάχιστο με αυτή τη σημασία απαντά στην Ήπειρο.

Είναι μάλλον εμφαντικός / σκωπτικός τύπος του γυρίζω, κάτι σαν «τριγυρίζω» ίσως «*γυργυρίζω».

Αν είναι τούρκικο, από το giz = μυστικό, τότε η αρχική σημασία πρέπει να είναι: συνωμοτώ, κουτσομπολεύω, καταλαλώ κρυφά, και από εκεί διολίθησε σημασιολογικά.

Γκιζίρευε κυρά σουσού, μα έχε κι έγνοια του σπιτιού.
(το 'γκιζίρευε' έπεσε σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε από το 'χόρευε')

για να μη γκιζιράς (από Khan, 12/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγάζω πολλά λεφτά από μια δουλειά / επιχείρηση.

Άνοιξε καφετέρια στην πλατεία με τζουκ-μποξ κι έβγαλε τ' αντερά του από τους νοσταλγικούς εξηντάρηδες.

Αναρτήθηκε μετά από συνεννόηση με την Ironick.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κοπέλες που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον των ιερωμένων που έχουν συγκεκριμένη έδρα (π.χ. Μητροπολιτικό Μέγαρο) και συγκατοικούν μαζί τους, είναι δε κατά συνεκδοχή ή καθ' υπόθεση ερωμένες τους (κατά την κοινή συνείδηση τουλάχιστο).

Την είχε δέκα χρόνια συνείσακτη και την έβαλε επιμελήτρια του Φιλοπτώχου (Ταμείου) ή την πάντρεψε με τον παπα-.......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κύκλος θαυμαστριών που σχηματίζεται γύρω από τον 'σούπερ' που χορεύει ζεϊμπέκικο. Συνήθως προηγείται η 'βασική' που γονατίζει κι όλας και κρατάει (ή χαλάει) το ρυθμό με παλαμάκια, κι έπονται οι φίλες της.

Στο νεοφανές να χορεύουν ζεϊμπέκικο (υποτιθέμενο ζεϊμπέκικο) και οι κυρίες, η λεζάντα μπορεί να είναι μεικτή, αλλά προσοχή μην παρεξηγηθεί κανένας.

Από το τραγούδι του Ζαμπέτα (Στράτος Διονυσίου) "ο Σαλονικιός"

Άντε κάντε του λεζάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. ανήλιαγο.

Το άκουσα στο Αμύνταιο από γριά να σχολιάζει τα μίνι του 1971 (τότε που ράβανε φόρεμα με 1m 10 cm): Μ' αυτά που φοράνε... φαίνεται το σκοτεινό τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάθημα, συνήθως με παιγνιώδη χαρακτήρα, σε αντίθεση με το χουνέρι που είναι σοβαρό, από την άποψη του ομιλητή.

Μου έσκασε / μου έκανε μια κασκαρίκα / ένα χουνέρι.

Πιθανώς από το γαλλικό cache-cache = κρυφτούλι

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έσκασε μια κασκαρίκα άλλο πράμα! Με κλείδωσε απ' έξω στην τουαλέτα και γελούσε

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έκανε μεγάλο χουνέρι. Κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι και τρελάθηκα μέχρι να τον βρω

Got a better definition? Add it!

Published

Απρόσεκτη, άσκεφτη, απερίσκεπτη ενέργεια.

Εκ του κουτουρού, που είναι καταχωρημένο αλλά ο ορισμός του δεν είναι, νομίζω, πλήρης. Κάνω κάτι στα κουτουρού, δηλαδή κάνω κάτι διακινδυνεύοντας το αποτέλεσμα ή μη δίνοντας σημασία στην έκβαση της πράξης μου

Ήταν μεγάλη κουτουράδα να βγεις από το Στοπ χωρίς να κοιτάξεις!

(αυτό δε σημαίνει ότι τράκαρε αλλ' ότι το διακινδύνευσε).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγρίμι, ιδίως όταν εκδηλώνει επικίνδυνη, αρπαχτική συμπεριφορά. Κυριολ. τίγρης από το τουρκικό kaplan (λ. πραγματικά αλταϊκής προέλευσης, ούτε περσική ούτε αραβική). Είναι η τίγρη του χιονιού.

Πρβλ και το «Καπλάνι της Βιτρίνας» (βαλσαμωμένο)

Μεταφορικά: άγριο, ανυπόμονο, ερωτικά απαιτητικό θηλυκό, λυσσάρα γυναίκα, που δεν υπολογίζει τίποτα, υπερσεξουαλική.

  1. Μπήκε στην κουζίνα πεινασμένος, άρπαξε λίγο ψωμί κι έγινε καπνός. Χάθηκε σαν καπλάνι.

  2. Έμπλεξε ο φουκαράς μ' αυτήν, ασυγκράτητο και χαλκέντερο καπλάνι, κι έμεινε μισός.

(Μη φοβάστε. Απλό παράδειγμα είναι. Καμιά, όσο καπλάνι και να είναι, δεν αφήνει κανένα μισό. Κορόιδο είναι να μην τον ταΐσει ικανοποιητικά;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified