Αγανάκτηση, οργή, διάθεση αντεκδίκησης, πείσμα
Η λέξη εντοπίζεται στην αλβανική και την τουρκική με την ίδια σημασία.
Προέρχεται από τις πρώτες δυο λέξεις του 2ου ψαλμού του Δαβίδ, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα: Ἵνα τὶ (οἱ λαοὶ ἐμελέτησαν μάταια)
- Μ' έπιασε γινάτι: πείσμωσα, αγανάκτησα.
- Το έκανα από γινάτι: το έκανα από πείσμα, ως αντεκδίκηση.