Κάτι που, σε σύγκριση με κάτι άλλο, είναι ή δείχνει μηδαμινό, ανάξιο λόγου.

Προέρχεται από κάποια διαφήμιση των τότε μοναδικών ανταγωνιστών Κολυνός / Kolynos και Colgate. Μία από τις δυο είχε βάλει φθόριο και ήταν ... Fluoride, ενώ όλες οι άλλες ήσαν απλώς οδοντόκρεμες.

Η έκφραση γενικεύθηκε με λίγο σκωπτική απόχρωση και ακούγεται ακόμα από κάτι γέρους σαν τον Hodjas για παράδειγμα.

  1. Μπροστά στη Μύκονο, όλα τα άλλα νησιά είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  2. Μπροστά στη ρακή των Εξαρχείων (όταν την πίνεις παρέα με το Hodjas) όλες οι άλλες ρακές είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  3. Μπροστά στον ΧΧΧΧΧ όλοι οι άλλοι χρήστες είμαστε απλώς οδοντόκρεμες.

  4. Μπροστά στο slang.gr όλοι οι άλλοι ιστότοποι είναι απλώς οδοντόκρεμες.

κ.ο.κ. ad infinitum

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτη, δόλια πράξη.

Βλ. και αβανάκης (όχι δικό μου)

Να είσαι τίμιος... εντάξει! Μην κάνεις αβανιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγαρεία είναι γενικώς κάθε μη αμοιβόμενη υποχρεωτική εργασία και αποτελούσε θεσμό των αρχαίων διοικητικών οργανώσεων. Συνώνυμο: επίταξις (αν και αυτό σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο για αντικείμενα ή κτήρια). Αναφέρεται, εννοείται, σε ελευθέρους (δούλους δεν έχει νόημα).

Συνήθως αφορούσε μαζική συμμετοχή, όπως στο χτίσιμο φρουρίων, φραγμάτων, δρόμων, γεφυρών κ.ο.κ. και μπορούσε να είναι έκτακτη ή και τακτική, όπως π.χ. κατά τη συγκομιδή. [Διαφέρει από την κοινοτική εργασία όπου κάποιος συμμετέχει αυτόβουλα]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χτίσιμο των πυραμίδων.

Σήμερα η μόνη μορφή αγγαρείας που υφίσταται (χωρίς να χαρακτηρίζεται έτσι) είναι, σε απόλυτους όρους, αυτή καθ' εαυτή η στρατιωτική υπηρεσία. Ο όρος 'στρατολογική υποχρέωση' υποκρύπτει αυτήν ακριβώς την έννοια, διότι είναι υποχρέωση που επιβάλλεται από το κράτος (νόμο) σε ελεύθερους πολίτες. Το ότι αυτό γίνεται για την άμυνα της χώρας δεν έχει σημασία. Όλες οι αγγαρείες έχουν προφανή σκοπιμότητα.

Η λέξη προέρχεται από το περσικό hangar που σήμαινε 'βασιλικός ταχυδρόμος' και πέρασε στην ελληνική ως άγγαρος και ως άγγελος, με όλα τα παράγωγά τους.

  1. Με αγγάρεψε η μάνα μου να σκουπίσω την αυλή.

  2. Ο κίνδυνος υπερχείλισης του ποταμού ανάγκασε την διοίκηση να επιβάλει αγγαρεία για την συσσώρευση σάκκων άμμου, και να επιτάξει μερικά φορτηγά επίσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγαπόντης, μικροαπατεώνας, ασταθής, άτομο στο οποίο δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη

Αρχικά ήταν ιερείς της Μεγάλης Μητρός (συνήθως της Κυβέλης) οι οποίοι μάζευαν προσφορές. Η αρνητική σημασία δόθηκε στη λέξη διότι τελικώς κατάντησαν απατεώνες και καταχραστές των προσφορών.

Βλέπε κουρμπέτι, μπαταξής.

Είναι αγύρτης. Μην τον εμπιστεύεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως πολεμική ιαχή, ως αλαλαγμός.

Κατά τον θρύλο, και σύμφωνα με την εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση των ετών 50-75, ήταν η πολεμική ιαχή των πολεμιστών στο Αλβανικό Μέτωπο. Πιθανώς και να ήταν, υπάρχουν όντως μαρτυρίες ότι ήταν «άνωθεν εντολή». Αλλά πολλοί λέγανε άλλα αυτοσχέδια, όπως «σκατά να πάνε πέρα», «σκατά θα πάει η μέρα» κ.ο.κ. Επίσης πολλοί φώναζαν απλώς «γιούρια» ή «φάτε τους».

Κατά τον θρύλο επίσης, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι φώναζαν «αλαλά» εξ ου και ο αλαλαγμός. Εκείνοι βέβαια, λόγω της τότε τεχνολογίας ήσαν πιο «αγχέμαχοι» και όπως ξέρουμε και από την Ιλιάδα βρίζονταν ασυστόλως.

Η ιδέα ήταν της Τζένης του Πειρατή, αλλά δεν είχε κέφι να το επεξεργαστεί κι έβαλε εμένα (μέσω e-mail). Το συσχετίζει προς το «γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια». Νομίζω πως το απλό «γιούρια» θα έφτανε.

Ως άνω.

(από Nakas, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τις δουλειές του σπιτιού, το κοινώς λεγόμενο «νοικοκυριό» (σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα) για το οποίο η «αφέντρα του σπιτιού» επαίρετο κατά την προ της καθόδου των Δωριέων (συγνώμη, διαγράφεται μια λέξη) Αλβανών εποχής, και το οποίο σήμερα αναθέτει κατά περίστασιν ή καθ' έξιν σε αμειβόμενη αντί 6.50 ευρώ την ώρα κυρία, συνήθως Αλβανίδα ή Bορειοηπειρώτισσα κατά δήλωσίν της.

Η φράση συνήθως εκφέρεται χαριέντως, σκωπτικώς ή μετ' αναστεναγμού, είτε κατά της εσχάτως ενσκηψάσης οικονομικής κρίσεως ή κατά του δικαιώματος των διακοπών, το οποίο δεν απεμπολούν πλέον ούτε η Αλβανοί. Μην εκπλαγείτε δε αν το ακούσετε και από Αλβανίδα που πρόκοψε στην Ψωροκώσταινα ως παραδουλεύτρα ή σύζυγος τοποθετητού πλακιδίων.

- Πήρε άδεια και η Λιντίτα (Ανατολή) και πρέπει ν' αλβανιάσω τώρα.
(από το άμεσο περιβάλλον μου)

- Η Λουμτουρί (Ευτυχία) σήκωσε ψηλά τον αμανέ και ζητάει αύξηση. Ας αλβανιάσω κι εγώ λίγο. (από τον ευρύτερο κύκλο μου)

- Αχ! Στο εξοχικό... δεν φτάνει που δεν έχω βοήθεια, λερώνουν τα παιδιά, έρχονται και οι φίλοι τους... κι εγώ όλη μέρα αλβανιάzω. Δε στέκομαι! Ούτε για μπάνιο δεν πάω. Να! Να! Είδες τι γίνεται; (σύζυγος κατασκευαστού πολυκατοικιών με τρία «σκαφάκια», το ένα μόνο φουσκωτό, το πάλει ποτέ μπετατζή)

- Πού να βρεις Αλβανίδα μέσα στον Αύγουστο; (από Αλβανίδα, δεύτερη σύζυγο ιδιοκτήτου mini market)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναλλαγή, δοσοληψία (κυριολεκτικά), συνήθως ψιλοπαράνομη ή ύποπτη συναλλαγή. Σπανιότερα ή μεταφορικά ερωτοτροπίες (flirt / φλερτ) και τα περαιτέρω.

Αντιστοιχεί με το πάλι ποτέ ελληνικόν: Δούναι και λαβείν (και τα δυο με περισπωμένη) των λογιστικών 'κιταπιών' που αντικαταστάθηκε με το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων.

Μερικοί το προφέρουν και alish-verish και είναι πιο σωστό.

Δάνειο απ' ευθείας από την τουρκική, όπου είναι επίσης σε χρήση, από τα ρήματα almak -παίρνω, vermek -δίνω.

  1. Πάει στη λαϊκή γιατί του αρέσει (έχει στο αίμα του) το αλισιβερίσι.

  2. Συναντήθηκαν σ' ένα ταξίδι και άρχισαν το αλισιβερίσι (επί ερωτικής και παντός άλλου είδους δοσοληψίας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση: Δε θα γίνω και αρχαιοκάπηλος!

Ακολουθεί τα ακκίσματα (νάζια) ωρίμου / υπερωρίμου, χαριεντιζομένης νεαζούσης, προς την οποία κάποια επιστήθια φίλη της απευθύνει το εξής κομπλιμέντο: «Μάρθα μου... αν ήμουν άντρας θα σ' έκλεβα!» ή κάποιος ομήλικός της νεάζων Μιτζνούρ κ.λπ λέει: «Παγώνα μου... αν είχα καλύτερο αμάξι θα σ' έκλεβα!» Οπότε η υπερώριμος, χαριεντιζόμενη, νεάζουσα, ναζιάρα απαντά αιδημόνως (ντροπαλά): «Μην γίνεις και αρχαιοκάπηλος, χρυσέ μου, στα καλά καθούμενα!»

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι έχει απόλυτη συνείδηση της κατάστασής της και ενδομύχως δεν θα είχε σοβαρές αντιρρήσεις για μια «ελεγχομένης εμβελείας» κλοπή. Γι' αυτό τραγουδάει και το γνωστό «Αυτός ο άλλος, αυτός ο άλλος είναι ευεργέτης μου μεγάλος!» Αλλά τι να κλέψεις μ' ένα Opel του 1994;

Τη Μαρία τη γνώρισα το 1962 (εγώ 18, εκείνη 19 αλλά μου το έκρυβε). Μείναμε φίλοι μέχρι και σήμερα, κάνοντας ο καθένας τη δική του ζωή (εκείνη πιο normal από πολλούς άλλους).

Σήμερα φορούσε τουρκουάζ με ανάλογα σκουλαρίκια (η αλήθεια είναι ότι δεν νεάζει, ούτε χαριεντίζεται, αλλά ενοχλείται που μεγαλώνει όπως όλοι μας). Εγένετο δε η εξής στιχομυθία:

Μιτζνούρ: - Μαράκι μου... είσαι για κλέψιμο σήμερα!
Ο άντρας της: - Αμάν και πότε! Να δεις τι θα φέρω εδώ μέσα εγώ!
Μαρία (προς εμένα): - Είπαμε... αν πρόκειται να γίνεις αρχαιοκάπηλος, μην κλέψεις εμένα καταδικαστείς τζάμπα! (και προς τον άντρα της): - Όσο για σένα... θα σου πω εγώ τι θα φας το βράδυ!

Έτσι δεν την έκλεψα. Της πρότεινα να μπει στο site να το αναρτήσει, αλλά φοβήθηκε την Mes και άφησε εμένα να βγάλω το φίδι από την τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω.

Απλή ελληνικοποίηση του εβραϊκού «αχάλ», τρώω. Δεν είναι βέβαια «πολύ slang» αλλά το ανέβασα παρακινημένος από το «αβέλω αχαλία» = κάνω δίαιτα, από το λήμμα Καλιαρντά του Paparas. Δεν μπορώ να πω αν σχετίζεται, απλώς το δίνω. Δεν είναι καν συχνό. Το συνηθίζανε παλιά οι γριές μας.

Έλα μέσα να αχλάρεις, παιδί μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψίθυρος, φωνή σε διατύπωση κατ' αποκλεισμό (αρνητικές).

Κυριολεκτικά, «άχνα» είναι το προσωρινό θόλωμα που προκαλείται στον καθρέφτη ή το τζάμι όταν κάποιος εκπνέει πολύ κοντά (χουχουλίζει). Κατ' επέκταση και ο (φορτωμένος υδρατμούς) εκπνεόμενος αέρας, ο οποίος δημιουργεί τον ήχο. Πρβλ. αχνός = υδρατμοί.

Συνων. Μην κάνεις κιχ!

Δεν έβγαλα άχνα / μη βγάλεις άχνα γιατί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified