Αυτός που γυρίζει, που δεν κάθεται σε μια θέση. Ρήμα γκιζιρεύω. Τουλάχιστο με αυτή τη σημασία απαντά στην Ήπειρο.

Είναι μάλλον εμφαντικός / σκωπτικός τύπος του γυρίζω, κάτι σαν «τριγυρίζω» ίσως «*γυργυρίζω».

Αν είναι τούρκικο, από το giz = μυστικό, τότε η αρχική σημασία πρέπει να είναι: συνωμοτώ, κουτσομπολεύω, καταλαλώ κρυφά, και από εκεί διολίθησε σημασιολογικά.

Γκιζίρευε κυρά σουσού, μα έχε κι έγνοια του σπιτιού.
(το 'γκιζίρευε' έπεσε σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε από το 'χόρευε')

για να μη γκιζιράς (από Khan, 12/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγρίμι, ιδίως όταν εκδηλώνει επικίνδυνη, αρπαχτική συμπεριφορά. Κυριολ. τίγρης από το τουρκικό kaplan (λ. πραγματικά αλταϊκής προέλευσης, ούτε περσική ούτε αραβική). Είναι η τίγρη του χιονιού.

Πρβλ και το «Καπλάνι της Βιτρίνας» (βαλσαμωμένο)

Μεταφορικά: άγριο, ανυπόμονο, ερωτικά απαιτητικό θηλυκό, λυσσάρα γυναίκα, που δεν υπολογίζει τίποτα, υπερσεξουαλική.

  1. Μπήκε στην κουζίνα πεινασμένος, άρπαξε λίγο ψωμί κι έγινε καπνός. Χάθηκε σαν καπλάνι.

  2. Έμπλεξε ο φουκαράς μ' αυτήν, ασυγκράτητο και χαλκέντερο καπλάνι, κι έμεινε μισός.

(Μη φοβάστε. Απλό παράδειγμα είναι. Καμιά, όσο καπλάνι και να είναι, δεν αφήνει κανένα μισό. Κορόιδο είναι να μην τον ταΐσει ικανοποιητικά;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μάτσο παλιά κατοστάρικα (δραχμές) που ήταν κόκκινα, σαν τον τότε καλό (;) ταραμά.

  1. Έβγαλε τον ταραμά από την τσέπη... κι έκανε την γκόμενα να λαλήσει!

  2. Το είδα και με τα μάτια μου, την εποχή που ο Γιώργος ο Ζωγράφος τραγουδούσε το 'Δελφίνι δελφινάκι πάμε πιο γρήγορα, να δω τα γυριστά της τα ματοτσίνορα...' δηλαδή όταν στέγνωνε η μπογιά από τους Αγίους Αποστόλους (το εκκλησάκι μέσα στο χώρο της Στοάς του Αττάλου). Χοντρός, πάνχοντρος, μουστάκιας και μελαχροινός, με ύφος υπουργού ΜΕ χαρτοφυλάκιο, έβγαλε από την τσέπη μια χούφτα κατοστάρικα, ξεχώρισε ένα και 'πλέρωσε' απαξιώνοντας να πάρει ρέστα. Ο λογαριασμός, δυο ποτά, πρέπει να ήταν 16 δρ. τότε!!!! Εμείς παίρναμε soft των 6.50. Μη με δουλεύετε ρε!

Λιτός βίος με σαρακοστιανό ταραμά και 100 δισεκατομμύρια δραχμές, σύντομα κοντά σας. (από Khan, 14/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγανάκτηση, οργή, διάθεση αντεκδίκησης, πείσμα

Η λέξη εντοπίζεται στην αλβανική και την τουρκική με την ίδια σημασία.

Προέρχεται από τις πρώτες δυο λέξεις του 2ου ψαλμού του Δαβίδ, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα: Ἵνα τὶ (οἱ λαοὶ ἐμελέτησαν μάταια)

- Μ' έπιασε γινάτι: πείσμωσα, αγανάκτησα.

- Το έκανα από γινάτι: το έκανα από πείσμα, ως αντεκδίκηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντονη επιθυμία, με απόχρωση πείσματος, αγανάκτησης ή εκδικητικής διάθεσης. (Για την τελευταία σημασία, εναλλακτικώς: γινάτι)

Η λ. εντοπίζεται με την ίδια σημασία στα αλβανικά, merak και ρήμα merakosem, επιθυμώ διακαώς, πεισμώνω κ.ο.κ. και στην τουρκική merak = περιέργεια, αγωνία, άγχος αλλά και έντονη επιθυμία, π.χ. meraksiz αδιάφορος (η συνύπαρξη πρόσθιου και οπίσθιου φωνήεντος συνηγορεί υπέρ της ΜΗ τουρκικής προέλευσής της. Είναι μάλλον παλαιο-περσική).

  1. Έχει μεράκια και ξέσπασε στο μπουζούκι του. Όλη μέρα τραγουδάει.

  2. Έχω μεράκι να πάω ένα ταξίδι.

  3. Είναι μερακλής στη δουλειά του. Ό,τι πιάνει το κάνει τέλειο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση: έχω τα ντουζένια μου / έχω ντουζένια.

Είμαι ερεθισμένος, διεγερμένος, είτε από θυμό, είτε από ερωτικό οίστρο. Συχνά αναφέρεται σε ζώα που βρίσκονται σε κατάσταση οχείας.

  1. Έχω ντουζένια και δεν μπορώ να κοιμηθώ.

  2. Ο γάτος είναι στα ντουζένια του και γυρνοβολάει στα κεραμίδια.

(από HODJAS, 30/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον κάνω κομματάκια, βλ. και λιάδα.

Θα σε κάνω κιμά... Τον έκανε κιμά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ναζιάρα.

συνων. καθαρευουσιάνικο (νεολογισμός) ακίζομαι < ακίς = μύτη βελόνας. Κάποια που κάνει σαν να την τσιμπάνε συνέχεια βελόνες.

Από το αγγίζω.

Όλο κόλπα και κουνήματα είναι... πολύ γκιάξε με Γιάννη, γκιάξε με...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος μετά από πολύ ξύλο.

Κυριολεκτικά: η σκορδαλιά με πατάτα στα Επτάνησα, που γίνεται σαν αλοιφή από το χτύπημα.

Συνων. αλοιφή.

Του είπε «κάνε λίγο πιο κει»... κι ο άλλος τον έκανε λιάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδόκιμος όρος γλώσσας σχηματισμένος από παλαιότερα στοιχεία της ίδιας γλώσσας.

Αδόκιμος όρος γλώσσας σχηματισμένος από δάνεια ή μεικτά στοιχεία της ίδια και άλλης γλώσσας.

Συχνά η χρήση των δάνειων στοιχείων γίνεται με εσφαλμένη σημασιολογική ταύτιση.

Μετά από σημασιολογικό επαναπροσδιορισμό (reappropriation), ο αδόκιμος όρος γίνεται δόκιμος, ακόμα κι επιστημονικός όρος.

Εντούτοις από τα παρατιθέμενα παραδείγματα γίνεται φανερό ότι πρόκειται για αδόκιμες λεξιματικές κατασκευές.

Η μετατρεψιμότης του συναλλάγματος υπόκειται σε διαπραγμάτευση.

Όλα τα ουσιαστικά είναι νεολογισμοί οι οποίοι εξυπηρετούν ΜΟΝΟ συγκεκριμένες ανάγκες ΜΟΝΟ μιας συγκεκριμένης ομάδας προσώπων, επομένως ΠΡΕΠΕΙ να θεωρηθούν κατ' αρχήν slang.

Οι λέξεις επιθετικότητα, ψυχισμός, μικροβιολογία, μακρομόριο, ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, νετρόνιο, σοσιαλισμός, μακροοικονομία είναι νεολογισμοί.

επιθετικότητα (επίθεσις + -ότης ΕΛΛ, ΕΛΛ) , ψυχισμός (ψυχή + ismus, ΕΛΛ, ΛΑΤ), μικροβιολογία (μικρός + βίος + λόγος ΕΛΛ, ΕΛΛ, ΕΛΛ αντιδάνειο < ΓΑΛΛ microbe < μικρός + βίος με τη σημασία 'μικρά ζωντανά όντα' επομένως λανθασμένη τη σημασία της λέξης ''βίος'), μακρομόριο (μακρός + μόριο, αδόκιμη μεταφορά < macromolecule < μακρός + ΛΟΓΙΑ ΨΕΥΔΟΛΑΤΙΝ molecula < ΛΑΤ moles = μάζα μεανθασμένη τη σημασία της λέξης 'μακρός'), ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, νετρόνιο, σοσιαλισμός, μακροοικονομία (makro- < μακρός με λανθασμένη σημασία αντί του 'μέγας').

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified