Κάποιος που βρίσκεται συνεχώς γύρω από κάποιον μεγαλουσιάνο και προσπαθεί ν' ανταποκρίνεται ή και να προβλέπει και να ικανοποιεί όλες τους τις επιθυμίες και τις παραξενιές με τρόπο δουλικό.

Λέξη γαλλική: laquais. Σήμερα μπορεί ν' ακούγεται περισσότερο η αντίστοιχη αγγλική butler.

Στα γαλλικά και τα ελληνικά σήμερα είναι μειωτική έκφραση. Στα αγγλικά (αλλά στην Αγγλία) σημαίνει απλώς το αντίστοιχο επάγγελμα. Είναι αυτός που φροντίζει κάποιον τη στιγμή που βγαίνει από το σπίτι του, αν είναι καλά δεμένη η γραβάτα ή στρωμένος ο γιακάς του παλτό.

Μην τρέχεις πίσω του έτσι... λακές κατάντησες καημένε!

Δες και το λήμμα υπότσουρος.

(από Vrastaman, 24/05/11)Τacquey-Macquey-Manolacquey ... είμαι και πολύ quamacquey!  (από HODJAS, 24/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψίθυρος, φωνή σε διατύπωση κατ' αποκλεισμό (αρνητικές).

Κυριολεκτικά, «άχνα» είναι το προσωρινό θόλωμα που προκαλείται στον καθρέφτη ή το τζάμι όταν κάποιος εκπνέει πολύ κοντά (χουχουλίζει). Κατ' επέκταση και ο (φορτωμένος υδρατμούς) εκπνεόμενος αέρας, ο οποίος δημιουργεί τον ήχο. Πρβλ. αχνός = υδρατμοί.

Συνων. Μην κάνεις κιχ!

Δεν έβγαλα άχνα / μη βγάλεις άχνα γιατί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί του παρόντος, τώρα δα που μιλάμε.

Ετυμολογία προφανής αλλά ασαφής: μπροστά στην ώρα τούτη.

Μπροσώρας μην ανησυχείς.

Μπροσώρας δεν τρέχει τίποτα.

Δεν έγινε μπροσώρας, αλλά κάποτε θα γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρά χαριτολογώντας, αλλά με συγκαλυμμένο ερωτικό υπονοούμενο (αυτό που λένε συνήθως «πονηρό» και δεν ξέρω γιατί).

  1. Ένα σκαμπρόζικο ύφος, αστείο, ανέκδοτο.

  2. «Πάμε μια βολτίτσα;» του είπε με σκαμπρόζικο ύφος / διάθεση.

  3. «Αχ... Μ' αρέσει!», είπε σκαμπρόζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγαρεία είναι γενικώς κάθε μη αμοιβόμενη υποχρεωτική εργασία και αποτελούσε θεσμό των αρχαίων διοικητικών οργανώσεων. Συνώνυμο: επίταξις (αν και αυτό σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο για αντικείμενα ή κτήρια). Αναφέρεται, εννοείται, σε ελευθέρους (δούλους δεν έχει νόημα).

Συνήθως αφορούσε μαζική συμμετοχή, όπως στο χτίσιμο φρουρίων, φραγμάτων, δρόμων, γεφυρών κ.ο.κ. και μπορούσε να είναι έκτακτη ή και τακτική, όπως π.χ. κατά τη συγκομιδή. [Διαφέρει από την κοινοτική εργασία όπου κάποιος συμμετέχει αυτόβουλα]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χτίσιμο των πυραμίδων.

Σήμερα η μόνη μορφή αγγαρείας που υφίσταται (χωρίς να χαρακτηρίζεται έτσι) είναι, σε απόλυτους όρους, αυτή καθ' εαυτή η στρατιωτική υπηρεσία. Ο όρος 'στρατολογική υποχρέωση' υποκρύπτει αυτήν ακριβώς την έννοια, διότι είναι υποχρέωση που επιβάλλεται από το κράτος (νόμο) σε ελεύθερους πολίτες. Το ότι αυτό γίνεται για την άμυνα της χώρας δεν έχει σημασία. Όλες οι αγγαρείες έχουν προφανή σκοπιμότητα.

Η λέξη προέρχεται από το περσικό hangar που σήμαινε 'βασιλικός ταχυδρόμος' και πέρασε στην ελληνική ως άγγαρος και ως άγγελος, με όλα τα παράγωγά τους.

  1. Με αγγάρεψε η μάνα μου να σκουπίσω την αυλή.

  2. Ο κίνδυνος υπερχείλισης του ποταμού ανάγκασε την διοίκηση να επιβάλει αγγαρεία για την συσσώρευση σάκκων άμμου, και να επιτάξει μερικά φορτηγά επίσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να σηκώνεσαι από το κρεβάτι το πρωί ή να γυρίζεις σπίτι σου το μεσημέρι και πριν απ' ό,τι άλλο κοιτάς αν έχεις εισερχόμενα στον σύνδεσμό σου. Εάν έχεις το διαβάζεις και απαντάς ΠΡΙΝ ΑΠ' Ο,ΤΙ ΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.

- Νίφτηκες πρωί πρωί;
- Μια στιγμή... - Πάλι το slang.gr ανοίγεις; Ρε... τι σλανγκτζιαρμανία είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγαπόντης, μικροαπατεώνας, ασταθής, άτομο στο οποίο δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη

Αρχικά ήταν ιερείς της Μεγάλης Μητρός (συνήθως της Κυβέλης) οι οποίοι μάζευαν προσφορές. Η αρνητική σημασία δόθηκε στη λέξη διότι τελικώς κατάντησαν απατεώνες και καταχραστές των προσφορών.

Βλέπε κουρμπέτι, μπαταξής.

Είναι αγύρτης. Μην τον εμπιστεύεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι.

Σε εκφράσεις όπως: τρέχω και καμώνομαι, παλεύω και καμώνομαι, Τί να κάνω; Καμώνομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποζύγιο, είτε ως μεταφορικό, είτε ως ζώο ζευγμένο σε μαγκάνι. Γενικότερα γαϊδούρι ή μουλάρι.

Συναφές προς το της Κοινής Ελληνικής κάματος = κόπος, εξ ου και οι νεολογισμοί μεροκάματο, μεροκαματιάρης.

Σημαντική λέξη διότι διατηρεί την αρχαία σημασία του κάμνω = κοπιάζω.

Είκοσι καματερά προικιά κουβαλήσαμε από της νύφης στου γαμπρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουρμπέτι / gurbet είναι κατ' αρχή η ιερή αποδημία, μια πανάρχαιη μορφή ασκητισμού. Ο μοναχός, αντί να καταφεύγει στην ερημιά, γύριζε τον κόσμο ουσιαστικά ζητιανεύοντας. Άγνωστο πότε άρχισε, οπωσδήποτε μαρτυρείται στην Ανατολή από τον 4ο π.Χ. αι. με τους ἀγύρτας, τους ιερείς της Μεγάλης Μητρός (συνήθως της Κυβέλης) οι οποίοι το συνδύαζαν με την Ιερή Επαιτεία, δηλαδή τον ερανισμό συνεισφορών. Επειδή δε επέστρεφαν συνήθως, αλλά καταχρώντο τα ποσά που μάζευαν, η λέξη αγύρτης έχει πάρει την μειωτική σημασία της σήμερα.

Προφανώς το ίδιο συνέβη και με το κουρμπέτι.

Όσο για τη σημασία της σήμερα στην καθομιλουμένη, βλ. τον ορισμό του Πονηρόσκυλου.

Κουρμπέτ ανά την Λυβικήν και Κυρηναϊκήν έρημον.

(από Khan, 17/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified