Το τραμπούκο είναι λέξη ισπανική και σημαίνει κοίλο πνευστό οργανό και λόγω του σχήματος του έλεγαν έτσι και αργότερα τα πούρα Αβάνας.

Στην Ισπανία, το λοιπόν, μια ορισμένη εποχή επικράτησε η συνήθεια τις παραμονές των εκλογών να προσφέρουν οι υποψήφιοι πούρα για να καλοπιάνουν τους ψηφοφόρους. Και έτσι το πούρο έφτασε να σημαίνει τρόπος δωροδοκίας. Όσοι δεχόντουσαν το πούρο,την δωροδοκία αυτή, τους αποκαλούσαν περιφρονητικά τραμπούκους.

- Ρε είδες τους τραμπουκισμούς χθες στο γήπεδο;
- Tι; κάνανε πίπες σε υποψηφίους μες το γήπεδο;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι που κόλλησε στους Αρτινούς, εικάζεται λόγω της ''διαμάχης'' των γειτονικών περιοχών Άρτας - Ιωαννίνων, μια απ' τις πάμπολλες -στα όρια της πλάκας- ανά την Ελλάδα.

Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην ύπαρξη πολλών νεραντζιών στην Άρτα, εξού και ο κώλος των Αρτινών που έχει πάρει πια το σχήμα του νεραντζιού...

- Από πού είσαι;
- Άρτα.
- Α! νεραντζόκωλος.
- Εσύ;
- Ιωάννινα.
- Α! παγουράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χοντραίνω στην περιφέρεια.

  2. Ισχύει και για τα αυτοκίνητα όταν δεν έχουν καλά κρατήματα στις στροφές. Τότε λέμε ότι το αμάξι ''πετάει κώλο''.

- Ρε μωράκι λύσε μου μια απορία. Πώς καταφέρνεις και πετάς κώλο περπατώντας στην ευθεία;
- Τι εννοείς;;
- Τίποτα μωρέ. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να κάνω σέρβις στ' αμάξι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν φτερνιζόμαστε, παίρνουμε ανάσα σηκώνοντας λίγο το κεφάλι και με το φτέρνισμα το κατεβάζουμε κάπως, αλλά με όλη μας την δύναμη, όπως στην περίπτωση της καταφάσεως-επιβεβαιώσεως.

Από αυτό προέρχεται και η φράση όταν κάποιος λέει κάτι και κατά τύχη συγχρόνως φτερνισθεί να λέει (αψού!) ''και αλήθεια λέω''.

- Χθες βράδυ, με πήραν τηλ. όλες οι πρώην μου να κάνουμε μια παρτούζα και οι εκατό μαζί, ώστε να συμφιλιωθούν επιτέλους με την ιδέα ότι καμία δεν μπορεί να με έχει αποκλειστικά δικό της. Και αλήθεια λέω.
- Αψού ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν πιάνει τον άλλο ακατάσχετη φλυαρία. Από το ότι η κατανάλωση του φυτού της γλυστρίδας προκαλεί διάρροια, που συνοδεύεται από χαρακτηριστικούς ήχους προς τους οποίους παρομοιάζεται η κουβέντα του φλύαρου.

- Μα καλά γλυστρίδα έφαγες;
- Ρε σύ τώρα που το λες, άραγε να έχει δει ποτέ κανείς πράγματι γλυστρίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις πρώτες βουλευτικές εκλογές, την εποχή του Όθωνα, οι κάλπες ήταν από σαπουνοκασέλες και η νοθεία που γινόταν έχει μείνει ιστορική. Έτσι τους βουλευτές που βγαίνανε από αυτές τις εκλογές τους αποκαλούσαν '' βουλευτές της σαπουνοκασέλας''.

- Α καλά, είδες ποιοι βγήκανε πάλι βουλευτές; Της σαπουνοκασέλας το κάγκελο μιλάμε.
- Τι εννοείς το κάγκελο; Δεν καταλαβαίνω την φρασεολογία σου.
- Γιατί μωρέ; Πουτάνες δεν είχατε επί Όθωνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που πέφτει συχνά θύμα εκφοβισμού, που οδηγείται εύκολα σε λογικό ή συναισθηματικό αδιέξοδο.

- Δύο πίτα χοιρινό κομπλέ παρακαλώ.
- Με λογικό ή συναισθηματικό αδιέξοδο;
- Τζατζίκι έχει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άδεια λόγια χωρίς νόημα. Από την εικόνα του γουδιού που χτυπάει κανείς ενώ είναι άδειο.

- Αυτόν βρήκες να πιστέψεις; Αέρας κοπανιστός είναι ρε!
- Τι εννοείς; Μένει στο Γουδή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified