Μια από τις ονομασίες του ανδρικού μορίου, παραπέμπει στη λέξη Μαλαπέρδα.

- Κορόιδευε τον Βρασίδα, αλλά κοντός, κοντός θα χει καμιά παπαρδέλα ΝΑ.
- Λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος με τον οποίο υπάρχει κόρτε/φλερτ (συνήθως άντρας).

  1. Άσε, γνώρισα χτες έναν στο λεωφωρείο, τρελό πιπέρι!

  2. Καλά χτες μιλούσα 3 ώρες με το πιπέρι μου!!!

(από Marja Kapsimo, 03/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταξά με στιμμένο λεμόνι.

Σερβιτόρα : - Τι να σας φέρω;;; - Δυο Μεταξάκους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος πίνει τη μπύρα του από το μπουκάλι και αυτό παραπέμπει στο παίξιμο του κλαρίνου.

Σερβιτόρα: Να σε φέρω ποτήρι;;
Πελάτης: Όχι, θα τη πιω κλαρίνο!

Πιες την κλαρίνο, γίνε ντίρλα, κάνε μας και κανένα μαγικό. (από Galadriel, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μουρντάρης (ψήνει πολλά πιπέρια).
  2. Κουτσομπόλης.
  1. Πωπω ο Θεμιστοκλής πολύ πιπεριάρης και δεν του φαίνεται, δέκα δέκα τις έχει τις γκόμενες!

  2. Καλά, ο Πίπης είναι τόσο πιπεριάρης που ξέρει τα πάντα πριν γίνουν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος κλάνει βροντερά.

Μην κάθεσαι παιδί μου στα πλακάκια, θα μιλάει ο κώλος σου βουλγάρικα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάποιος Γιάννης, ο οποίος είναι λέτσος και απεριποίητος και παραπέμπει σε λατζιέρη.

- Πωωω, δες τον Γιάννη πως εμφανίστηκε σημέρα!!!
- Λα-Τζονι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά η λέξη προήλθε από την επιθεώρηση του Σεφερλή «Ο Μπαχαλόγατος» (απέναντι από το πατσατζίδικο του Τζιτζιφιόγκουρα), αλλά στην πορεία απέκτησε την έννοια του Τζιτζιφιόγκου, του Φλώρου.

- Πωπω τον Βρασίδα δεν τον πάω μια!
- Ούτε εγώ, α ρε τον Τζιτζιφιόγκουρα, να ούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόψιμο, διάρροια, που σε κάνει να μη κρατιέσαι και να τρέχεις με τη ταχύτητα του φωτός στο χαλέ.

(επίσης το ανέφεραν και οι ΑΜΑΝ στο βιντεάκι με τους γέρους)

Πω χτες με αυτό το γύρο που τσαλακώσαμε με πήγε τσαπαρτάπαρ!!! Πολύ μάπα σε λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλομέταλ ορίζεται μια γκόμενα που και καλά ακούει μέταλ και το ντύσιμό της παραπέμπει σε σκυλού, συνήθως συνοδεύεται και από σκυλόφατσα!

Πωπω Τι φόρεσε πάλι η Πουλχερία, την Άρτα με τα Γιάννενα, όλο παγιέτες και χτυπιέται και σαν να κάνει στριπτίζ, τελείως σιχαμερή σκυλομέταλ!

(από Vrastaman, 02/06/11)(από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified