Η τσούλα, η εύκολη, η γυναίκα του πεζοδρομίου.

-Ίσα μωρή χαμούρα που θες και να τα ξαναβρούμε! Όταν μου φόραγες το κέρατο ήταν καλά, ε;

(από xalikoutis, 17/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει φτάσει στο υπέρτατο στάδιο εξαθλίωσης, που έχει κατέβει όλα τα σκαλιά της παρακμής, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.

Η λέξη σημαίνει επίσης κουρέλι.

Άσε τον πέτυχα στο δρόμο, σκέτο παρτάλι είναι ο τύπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποσταθεροποίηση του πίσω μέρους του αυτοκινήτου πάνω σε στροφή ή σε κυκλική πλατεία με αποτέλεσμα την προσωρινή πλαγιολίσθηση.

Επιτυγχάνεται συνήθως με την χρήση χειροφρένου ή με συνδυασμό απότομης τιμονιάς και παιξίματος με το γκάζι.

Στόχος είναι ο εντυπωσιασμός των θηλυκών παρευρισκομένων στο χώρο.

Που λες ήμουν εγώ μπροστά με το Κορόλλα και πίσω μου ο Τάκης με την 316. Μπαίνω με τις πάντες στη στροφή την κλασσική δίπλα στην καντίνα και μετά βλέπω στο καθρέφτη τον Τάκη να το βάζει στη στροφή με ένα τρελό κωλίδι και μετά φουλ ανάποδο, του 'πιε το αίμα!

Κωλίδι μπροστά από το Κέντρο Υγείας Ανωγείων (από allivegp, 15/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεκίνησε να ακούγεται τη δεκαετία του '60 στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους νεαρούς με ατημέλητο κούρεμα που άκουγαν Beatles, Rolling Stones και λοιπά ροκ εν ρολ συγκροτήματα οι στίχοι των οποίων περιείχαν σε υπερβολικές δόσεις τη λέξη «yeah».

Οι περισσότερες Ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του '60-'70 περιέχουν από μια τουλάχιστον αναφορά στους γιεγιέδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο υπερβολικά γκομενιάρης, αυτός που το μόνο που σκέφτεται όλο το 24ωρο ειναι οι γυναίκες.

-Την είδες την καινούργια του Μάκη;
-Καινούργια; Πότε πρόλαβε ο πούστης;
-Αφού τον ξέρεις ρε, ειναι τρελός μουνάκιας!

Βλ. και φούστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γερανός που χρησιμοποιείται σε μεταφορικά πλοία.

Η λέξη προέρχεται απο την αγγλική crane.

-Χάλασε το κρένι και θα κάνουμε δέκα ώρες να φορτώσουμε...

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αιχμηρό αντικείμενο (π.χ. σουγιάς, πεταλούδα κ.α.) που χρησιμοποιείται σε συμπλοκές (επεισόδια σε γήπεδα, φυλακές κλπ.).

Η λέξη έγινε γνωστή από την ταινία «Φυλακές Ανηλίκων» όπου και ακούγεται από τον Νίκο Τσαχιρίδη στον ρόλο του δεσμοφύλακα («ο Θεός»).

-Κουβαλάτε και σπαθιά τώρα ρε τσογλάνια;

(από Khan, 28/03/11)(από HODJAS, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα του πεζοδρομίου, η πόρνη στο επάγγελμα. Χρησιμοποιείται επίσης ως χαρακτηρισμός για μια «εύκολη» γυναίκα.

Ο όρος προέρχεται απο τον Αθηναϊκό υπόκοσμο.

-Μη μπλέξεις μαζί της, ειναι γνωστή καλντεριμιτζού.

(από electron, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η συσκευή πυρόσβεσης που τοποθετείται στο ταβάνι και σε περίπτωση φωτιάς ψεκάζει τον χώρο με νερό, τα γνωστά μας sprinklers. Πρόκειται για ναυτικό όρο.

- Γάμησε τα, μου 'πε ο μάστορας οτι πρέπει να ξηλωθεί όλο το ταβάνι για να μπούνε τα τζιφάρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά άσχημη, αντιαισθητική και συνήθως υπέρβαρη γυναίκα.

- Τι έγινε ρε, βγήκες τελικά με το γκομενάκι;
- Γάμησέ τα Μάκη, ήττα μεγάλη, μιλάμε για τρελή σαλούφα η γκόμενα...

Από το greekdivers.com. Δίιστανται οι γνώμες αν τσιμπάει ή όχι. (από poniroskylo, 19/12/08)(από stathisbsg, 13/01/10)

Σαλούφα λένε αλλιώς την τσούχτρα, και από εκεί προέρχεται ο χαρακτηρισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified