Σπάνιο υποκοριστικό του μαν (ελληνιστί: «άνθρωπος»/«τύπος») στην ελληνική μπυροκίνητη αργκό.

Στην κυριολεξία αναφέρεται στον μικρό μαν, τον μικρό άνθρωπο δηλαδή, παρόλα αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθεί χαριτωμένα και για νταγλάρια.

Συνήθως συναντάται σε μερακλίδικες συνευρέσεις μετά την απαραίτητη συνοδεία αλκοόλ, όπου αντικαθιστά εύστοχα τον εγκάρδιο χαιρετισμό φιλαράκι.

Στο Βορρά μπορεί να εμφανιστεί και στη λιγότερο επιστημονική - λαϊκή του μορφή ως μανίδι.

Μπάμπηηη! Πού χάθηκες εσύ ρε μανίδι(ο);;

(από ksekolliaris, 25/07/11)(από ksekolliaris, 25/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό είδος ανθρωποειδούς που κινείται καίγοντας το ευρέως αγαπητό αλκοολούχο ποτό.

Ο χαρακτηρισμός μπυροκίνητος αντιπροσωπεύει κυρίως τύπους που «παίρνουν μπρος» πίνοντας μπύρα, καθώς μια γουλιά είναι αρκετή για να αρχίσουν να απελευθερώνουν την εύθυμη πλευρά του εαυτού τους. Η συνέχιση της κατανάλωσης εγγυάται την παρατεταμένη εμφάνιση του φαινομένου.

Απαραίτητο εξάρτημα κάθε μπυροκίνητου τύπου είναι το ειδικό ντεπόζιτο τοποθετημένο στα κατωτέρα μέρη της κοιλιακής χώρας, ευρέως γνωστό ως «μπυροκοιλιά». Το μέγεθος της μπυροκοιλιάς διαφέρει ανάλογα το μοντέλο, συχνά προδίδοντας την ποιότητα και την εμπειρία του μηχανήματος στην μπυροποσία.

Μοναδικό μειονέκτημα των μπυροκίνητων απέναντι στα υπόλοιπα αυτοκινούμενα ανθρωποειδή είναι οι συχνές αλλά άκρως απαραίτητες στάσεις για κατούρημα, δεδομένου τη φύσης του καυσίμου.

- Γιατί είναι τόσο ντάουν ο Κώστας σήμερα;
- Άσ' τον, αυτός είναι μπυροκίνητος. Θα νιώσει με το που παραγγείλουμε...

(από ksekolliaris, 25/07/11)Μπυροκίνητο σε λειτουργία! (από ksekolliaris, 25/07/11)

Δες και μπυρόβιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απορίας για ορμές υπερφυσικά παρατεταμένης διαρκείας από (ξανθές συνήθως) γυναίκες.

Περιέχει εμφανή παρομοίωση του γυναικείου αιδοίου με εξοπλισμό μαγειρέματος συμβατικής τεχνολογίας.

Κυρίως εκφράζεται από έκφυλα θήλεα, μαστιζόμενα τόσο από αγαμία όσο και εθισμένα σεξομανή.

-Μαρία μου, που να σ' τα λέω. Έχω φτάσει σε τρελά επίπεδα αγαμίας. Το μουνί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλομαθημένος. Αυτός που τον έχουν στα «όπα-όπα» και «την περνάει πούδρα» (= ζει μια ζωή με ανέσεις).

Συνήθως χρησιμοποιείται ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός για οποιονδήποτε απέχει από κάθε μορφή σκληραγώγησης.

- Απο το μισό μέτρο έπεσε ο μαλάκας και κατέληξε με 3 κατάγματα!!
- Πούδραααααας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για σάπια γκόμενα.

Αυτό που έχει ξεμείνει από το κόψιμο στο ψωμί, δηλαδή όταν έχουν φύγει όλα τα καλά κομμάτια. Η τελευταία... ό,τι δεν πήραν οι άλλοι...

Τι λέει ρε μάστορα; Όλα κομπλέ; Γαμάς κανα τρίμμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλάρωσε και μη κάνεις τον ζόρικο γιατί δεν σε παίρνει και θα πέσουν φάπες.

Αναφέρεται στο «τσίτωμα» λόγω αδρεναλίνης που νιώθει κάποιος όταν νευριάζει και έχει ως αποτέλεσμα τη συστολή και στις ρώγες του στήθους του.

Κυρίως αναφέρεται σε τύπους που τους τρώει ο κώλος τους για νταηλίκια για ψηλοί πήδημα ενώ είναι μια φάπα άνθρωποι.

- Μαλάκα θα τονε γαμήσω! Τον πούστη, τον γαμιόλη κτλ!!!
- Χαλάρωσε τα βυζάκια βλακάκο... Ο τύπος αν τραβήξει καζανάκι έφυγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified