Ερωτικά ελκυστική, συνήθως νεαρή γυναίκα, η οποία μπορεί να είναι λεπτή ή χοντρούλα. Δεν είναι μεγάλου μεγέθους. Δεν συμπίπτει με τους χαρακτηρισμούς «μουνάρα» ή «μούναρος».

Κατά τη γνώμη μου ευρύτερος όρος από το «μουνίτσα» που αφορά σχεδόν αποκλειστικά τηνέιτζερς.

– Πολύ καυλιάρα η Ελενίτσα!
– Ναι, είναι ωραίο μουνάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζογκόμενα, μημουαπτουτζού, που αρέσκεται στην αυτοπεριποίηση και δίνει προτεραιότητα στη διατήρηση της «αρτιμέλειας» του καλσόν. Δεν μπαίνει στην κουζίνα, για να μη χαλάσουν τα νύχια της και δεν πάει σε χωματόδρομους λόγω γόβας.

-Άσε μας ρε Ούρσουλα, που δε σου αρέσει στο δασάκι γιατί δεν έχει ερ-κοντίσιον...

Βλ. και Μαρία Αντουανέτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατώ + άτσαλα. Περπατώ και πατώ άγαρμπα, χωρίς να προσέχω που βάζω τα πόδια μου.

Το φελέκι μου δηλαδή...
— Τι έπαθες ρε Θανάση;
— Είχα βάλει κάτι πρασινάδες να φυτρώσουνε αλλά ήρθαν να παίξουν στο οικόπεδό μου κάτι κωλόπαιδα και τις τσαλαπατήσανε. Του αλλάξανε τα φώτα. Ούτε που κοιτάζουνε πού πάνε. Όλα γραμμένα τα έχουνε γαμώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεζιλεύω, κράζω, προγκάρω. Επιστημονικά: αποδοκιμάζω έντονα και φωναχτά.

Προέρχεται από τον αστείο και έντονο ήχο της καραμούζας.

Επίσης αναφέρω το επακόλουθό του ουσιαστικό «καραμούζιασμα».

- Ρε παιδιά τι έγινε ο Λάκης; Καιρό έχει να φανεί από 'δω.
- Πού να έρθει, ρε. Τον καραμουζιάσανε με τις μαλακίες που έκανε και δεν τολμάει να εμφανισθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλεμπαγιέ ή πλεμπαγιέ. Από την πλέμπα > «πλεμπάγια». Ενέχει μπασκλασαρία, κακογουστιά και έλλειψη περιποίησης. Το αντίθετο του κυριλέ.

- Τι έλεγε, τελικά, το φαγάδικο που πήγατε, ρε Βαγγέλη;
- Τι να λέει... Όλα φύρδην μίγδην, τσαλαπατημένα και βλαχομπαρόκ... Χλεμπαγιέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κόρη. Μεγεθυντικός όρος των θετικών χαρακτηριστικών της κόρης. Όμορφη και γερή κόρη.

– Γέννησε τελικά η Πόπη;
– Ναι, κι έκανε μια κοράκλα, ζωηρότατη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νευριάζω, τσαντίζομαι, ζοχαδιάζομαι.

Από το φούρκα:

  • Ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Τ, είδος αγχόνης, κρεμάλα,
  • Ίσιο και χοντρό κλαρί (συνήθως ελιάς) που κοβόταν και κλαδευόταν με τρόπο ώστε να γίνει πάσσαλος που κατέληγε σε διχάλα - το αιχμηρό άκρο του οι αγρότες το έμπηγαν στο έδαφος, ώστε το διχαλωτό άκρο του να στηρίζει βαριά κλαριά με πολλούς καρπούς,
  • Οργή που σιγοκαίει, εκνευρισμός που σιγοβράζει.

    (Πηγή: Wiki-λεξικό)

– Τι έγινε ρε Βαγγέλη;
– Άσε... Πήγα στην εφορία και φουρκίστηκα. Έπεσα σε στόκο, σε μπετόβλακα και έφαγα δυο ώρες να ξεμπερδέψω.
– Ε, καλά. Πρώτη φορά είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, ογκώδης και ξεχαρβαλωμένη μοτοσυκλέτα.

- Με τη μηχανή θα πάει Κόρινθο;
- Ποια μηχανή... Με τη μπουργκάνα που έχει, ούτε αύριο δεν θα φτάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοτοσυκλετιστικός όρος. Αφορά τις επιδόσεις δίχρονων, ως επί το πλείστoν, κινητήρων, που δεν έχουν ομαλή κατανομή ισχύος και η υψηλή τους ιποδύναμη εμφανίζεται απότομα σε κάποιες στροφές του κινητήρα.

Ο «εξευγενισμός» και περιορισμός στα μικρά κυβικά των δίχρονων κινητήρων τείνει να εξαφανίσει τον όρο από το λεξιλόγιο των μηχανοχρηστών.

  1. – Το RD* έχει φοβερό μπαμ. Όταν πιάσει τις στροφές του δεν κρατιέται με τίποτα!

*(παλαιό δίχρονο της Yamaha, 350cc)

  1. – Αυτό το μηχανάκι δεν το πάω. Όσο και να το γκαζώσεις, δεν έχει μπαμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified