Ο άνθρωπος που επιδεικνύει έντονη αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα και να κρατήσει τους πάντες ευχαριστημένους. Ασχολείται δηλαδή με κάτι έχοντας άφθονο μεράκι. Χρησιμοποιείται συχνά για μάγειρες και μάστορες. Ως ρήμα (μερακλώνομαι) σημαίνει ότι επιδεικνύω έντονο κέφι και νταλκά, ειδικά σε γιορτές. Η προέλευση της λέξης από τα τουρκικά.
Πήγαμε στον Τούρκο χθες φίλε μετά το κλαμπ και φάγαμε σαν βασιλιάδες. Πολύ μερακλής ο τύπος μιλάμε, τέτοιο ψητό και τέτοια λαδερά δεν κάνει ούτε η μάνα μου!