Ο έξυπνος, που τα πιάνει γρήγορα, κυριολεκτικά ή ειρωνικά.

1.- Τζιμάνι ο γιος σου Μήτσο, τό 'πιασε αμέσως το υπονοούμενο.

  1. - Πώπω τι τζιμάνι παιδί είναι αυτός ο Μιχάλης, πρέπει να του το εξηγήσω 100 φορές για να καταλάβει!

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.

Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.

- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λαϊκιστί: το λάχανο.

  2. Το πρόσωπο, ειρωνικά κυρίως.

  3. Η σφουγγαρίστρα στον στρατό.

  4. Οτιδήποτε κατώτερο ποιοτικά.

  1. Μάπα το καρπούζι.

  2. Θέλει και πιπινάκια το χούφταλο. Δεν πα' να κοιτάξει τη μάπα του στον καθρέφτη;

  3. Νέος, πάρε μάπα-σκούπα και πήγαινε να καθαρίσεις τον θάλαμό σου.

  4. Μην αγοράσεις ηλεκτρικά από κει, βγαίνουν όλα μάπα.

(από xalikoutis, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδερφάρα, εντελώς θηλυπρεπής άντρας.

Ρε συ γνώρισα τον Μάκη χτες... Τι κραγμένη που είναι ρε παιδιά, και νόμιζα ότι ήταν σοβαρό παιδί!

Βλέπε και τελειωμένος/-η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μοντέλα της BMW. Κλασικό όνομα για τους λάτρεις των χλιδάτων αμαξιών.

Πω ρε φίλε ο Καγκουρόπουλος χτύπησε μια μπέμπα άλλο πράμα. 220 άλογα τελική πιάνει.

Βρε πώς έχεις στρογγυλέψει, μπέμπα, μπέμπα! (από Hank, 03/02/09)Μμμ! Ωραία μπέμπα (από GATZMAN, 30/11/10)

Σχετικά: μπεμπόνι, εργαλείο, μπεμβεδοσουσού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάτι πολύ ωραίο, που μας ξετρέλανε.

  2. Μέχρι εκεί που δεν παίρνει.

  1. Καλά ε, μπούνια το κρασί που μας έφερε ο Μήτσος απ' το χωριό!

  2. Τι κάθεσαι και μιλάς για πολιτικά μ'αυτόν; Αυτός είναι συντηρητικός μέχρι τα μπούνια, δεν καταλαβαίνει τίποτα διαφορετικό.

Η Προύσα (...και στα κούφια μου τακούνια, ηρωίνη ως τα μπούνια...) (από HODJAS, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω χέρι, χαμουρεύω, δίνω χάδια και φιλιά.

Χτες κολλητή με το Μήτσο μπαλαμουτιαστήκαμε,τίποτα άλλο,είναι ντροπαλό αγόρι.

(από Khan, 04/08/14)

Βλ. και μπαλαμούτι, φάσωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ακόμα συνώνυμο του γυναικωτού.

Ίσα μωρή λουλού που μας το παίζεις και άντρας!

(από joe909, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράζω ναρκωτικά.

Πήγα να γίνω από τον ντίλερ μου αλλά έλειπε και ξενέρωσα.

Και ψωνίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβεβαίωση ανδρισμού σε ποικίλες καταστάσεις: στο κρεβάτι, σε κάποιο παιχνίδι, όταν επιτυγχάνεται κάτι πολύ δύσκολο, κλπ.

  1. (σε φίλο)
    - Πάρ' τα μωρή άρρωστη σ' έχω ξεκωλιάσει στο μπιλιάρδο σήμερα!

  2. (στο κρεβάτι χυδαία)
    -Πάρ' τα μωρή άρρωστη, τα φλόκια όλα για πάρτη σου μωρό μου!...

Σχετική διαβόητη αφίσα της ΔΑΠ. (από Khan, 28/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified