Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.

Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.

Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από γαλλικό enfant gateaux = παιδί-γλυκό, βουτυρόπαιδο. Το λέμε όταν, συνήθως σε συγκεντρώσεις, μαζεύεται κόσμος δήθεν, σνομπ και γλοιώδης.

Χτες στο πάρτυ της νομικής ήταν μαζεμένο όλο το αφάν γκατέ και έφυγα 1 ώρα αρχύτερα...

αποφασίσαμε να παραμείνει ο ορισμός αν και λάθος, επειδή έχει ενδιαφέρον το πώς προσλαμβάνεται η έκφραση από κάποιον που δεν ξέρει καλά την προέλευσή της. Πιθανόν επίσης ο Ikaros να κάνει λογοπαίγνιο.

Ο σωστός ορισμός αναφέρεται παρακάτω, στα σχόλια, από τους ironick, Sarant και Ο ΑΛΛΟΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική γλώσσα τα παλιά Ρέο (στρατιωτικά φορτηγά) λόγω του ότι η χρονολογία κατασκευής (γύρω στο '60-'65) και η προέλευση (Αμερική) παραπέμπουν στον πόλεμο του Βιετνάμ (ίσως και να περάσαν όντως απο Βιετνάμ, διόλου απίθανο!).

-Ρε σειρά με τι κατέβασες τα παιδιά στο πεδίο βολής;

-Με τη Βιετναμέζα, ευτυχώς που ζούμε ακόμα!

Δείγμα στρατιωτικού οχήματος Ρέο (M35). (από patsis, 08/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χαμηλών στάνταρ αλλά με πλούσια τα ελέη!

- Η μικρούλα αν και χαζή δεν είναι απλώς γαμήσιμη, είναι εύγαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράζω ναρκωτικά.

Πήγα να γίνω από τον ντίλερ μου αλλά έλειπε και ξενέρωσα.

Και ψωνίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάβακας + ericcson. Στον στρατό, ο νέος φαντάρος που είναι όλη την ώρα μ' ένα κινητό και κλαίγεται στην κοπέλα ή την οικογένειά του.

Κοίτα ρε τον γκάβακσον, όλη την ώρα με 1 κινητό στο χέρι είναι και ρωτάει μαλακίες. Δεν τον βλέπω να βγάζει τον μήνα το τυπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψοφάω απ'το κρύο.

Βγήκα στο βουνό για περπάτημα σήμερα αλλά γκαγκάνιασα απ΄το κρύο μόλις έφτασα και την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραγμένη αδερφή, ομοφυλόφιλος που δεν φοβάται να το δηλώσει δημοσίως.

Ρε συ όλο με την κοπέλα μου μιλάει ο Αλέκος.
— Μην τον φοβάσαι ρε, είναι δηλωμένη, το πολύ να γίνουν φιλαράκια.

Δες και βγαίνω απ' τη ντουλάπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακριτική προσφώνηση ατόμου χαμηλής νόησης.

Μην της δίνεις σημασία είναι ελαφριά, δεν πολυκαταλαβαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαβός, -ή, -ό: Παλαβός. Αυτός που κάνει τρέλες ή ο αλλοπρόσαλλος.

Πήγε και πούλησε το μαγαζί του για ένα κομμάτι ψωμί ο ζαβός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified