Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.
Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.
Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.
Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.
Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από γαλλικό enfant gateaux = παιδί-γλυκό, βουτυρόπαιδο. Το λέμε όταν, συνήθως σε συγκεντρώσεις, μαζεύεται κόσμος δήθεν, σνομπ και γλοιώδης.
Χτες στο πάρτυ της νομικής ήταν μαζεμένο όλο το αφάν γκατέ και έφυγα 1 ώρα αρχύτερα...
αποφασίσαμε να παραμείνει ο ορισμός αν και λάθος, επειδή έχει ενδιαφέρον το πώς προσλαμβάνεται η έκφραση από κάποιον που δεν ξέρει καλά την προέλευσή της. Πιθανόν επίσης ο Ikaros να κάνει λογοπαίγνιο.
Ο σωστός ορισμός αναφέρεται παρακάτω, στα σχόλια, από τους ironick, Sarant και Ο ΑΛΛΟΣ.
Got a better definition? Add it!
Στη στρατιωτική γλώσσα τα παλιά Ρέο (στρατιωτικά φορτηγά) λόγω του ότι η χρονολογία κατασκευής (γύρω στο '60-'65) και η προέλευση (Αμερική) παραπέμπουν στον πόλεμο του Βιετνάμ (ίσως και να περάσαν όντως απο Βιετνάμ, διόλου απίθανο!).
-Ρε σειρά με τι κατέβασες τα παιδιά στο πεδίο βολής;
-Με τη Βιετναμέζα, ευτυχώς που ζούμε ακόμα!
Got a better definition? Add it!
Χαμηλών στάνταρ αλλά με πλούσια τα ελέη!
- Η μικρούλα αν και χαζή δεν είναι απλώς γαμήσιμη, είναι εύγαμήσιμη!
Βλ. και γαμισάμπλ, αξιαγάμητος/-η, φακάμπλ, fuckable, ευγαμήσιμη.
Got a better definition? Add it!
Αγοράζω ναρκωτικά.
Πήγα να γίνω από τον ντίλερ μου αλλά έλειπε και ξενέρωσα.
Και ψωνίζω.
Got a better definition? Add it!
Γκάβακας + ericcson. Στον στρατό, ο νέος φαντάρος που είναι όλη την ώρα μ' ένα κινητό και κλαίγεται στην κοπέλα ή την οικογένειά του.
Κοίτα ρε τον γκάβακσον, όλη την ώρα με 1 κινητό στο χέρι είναι και ρωτάει μαλακίες. Δεν τον βλέπω να βγάζει τον μήνα το τυπάκι.
Got a better definition? Add it!
Ψοφάω απ'το κρύο.
Βγήκα στο βουνό για περπάτημα σήμερα αλλά γκαγκάνιασα απ΄το κρύο μόλις έφτασα και την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια.
Got a better definition? Add it!
Κραγμένη αδερφή, ομοφυλόφιλος που δεν φοβάται να το δηλώσει δημοσίως.
— Ρε συ όλο με την κοπέλα μου μιλάει ο Αλέκος.
— Μην τον φοβάσαι ρε, είναι δηλωμένη, το πολύ να γίνουν φιλαράκια.
Δες και βγαίνω απ' τη ντουλάπα.
Got a better definition? Add it!
Διακριτική προσφώνηση ατόμου χαμηλής νόησης.
Μην της δίνεις σημασία είναι ελαφριά, δεν πολυκαταλαβαίνει.
Got a better definition? Add it!
Ζαβός, -ή, -ό: Παλαβός. Αυτός που κάνει τρέλες ή ο αλλοπρόσαλλος.
Πήγε και πούλησε το μαγαζί του για ένα κομμάτι ψωμί ο ζαβός.
Got a better definition? Add it!