Γυναίκα άσχημη σαν ψοφίμι σε αποσύνθεση.

Πω ρε φίλε, την είδα κι απο κοντά και ηταν ένα λέσι άσ' τα να πάνε...

Κακό σα λεσι (από GATZMAN, 24/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)

  2. Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.

  1. - Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.

  2. - Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.

Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.

Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεεινή γυναίκα, που την παρομοιάζουν με παράγκα.

- Τελικά αποδείχτηκε πολύ τρώγλη η τάδε και της έδωσα φύσημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηρωίνη, πρέζα. Σαπίλα για να μαστουρώσεις.

Ρε δικέ μου αυτή η ρούχλα που ήπια σήμερα ήταν αλλο πράμα!

Του κουτιού τα παραμύθια, οικογένεια Σοφιανού, ΕΡΤ. (από patsis, 28/01/10)Στο 0:36. (από patsis, 30/03/11)

Βλ. και ζαμπόν, ζαπρέ, ζουζού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράζω ναρκωτικά.

Πήγα να γίνω από τον ντίλερ μου αλλά έλειπε και ξενέρωσα.

Και ψωνίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ στα γρήγορα, πριν ζεστάνει η κατάσταση, χωρίς προκαταρκτικά.

Την πήγα στις τουαλέτες του μαγαζιού και της έριξα έναν κρύο και ξεχαρμάνιασα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι, προφανώς η παχιά βγαίνει από το σπέρμα ως παχύρρευστο υγρό.

Αν νομίζεις οτι θα χύσεις απ' τα προκαταρκτικά στο πρώτο ραντεβού μαζί της, τράβα μια παχιά πριν βρεθείτε, να χαλαρώσεις.

Δες και παχιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δύσκολη εργασία ή θέμα που καταπιανόμαστε για να βγεί εις πέρας.

  2. Συνουσία.

  1. Λοιπόν φίλε το βάψιμο στο σπίτι μου ήταν πολύ μανίκι, έναν μήνα πάλευα για να τελειώσω.

  2. Φιλαράκο χτες είχα πολλές κάβλες και πήγα στα μπουρδέλα να ρίξω ένα μανίκι να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από γαλλικό enfant gateaux = παιδί-γλυκό, βουτυρόπαιδο. Το λέμε όταν, συνήθως σε συγκεντρώσεις, μαζεύεται κόσμος δήθεν, σνομπ και γλοιώδης.

Χτες στο πάρτυ της νομικής ήταν μαζεμένο όλο το αφάν γκατέ και έφυγα 1 ώρα αρχύτερα...

αποφασίσαμε να παραμείνει ο ορισμός αν και λάθος, επειδή έχει ενδιαφέρον το πώς προσλαμβάνεται η έκφραση από κάποιον που δεν ξέρει καλά την προέλευσή της. Πιθανόν επίσης ο Ikaros να κάνει λογοπαίγνιο.

Ο σωστός ορισμός αναφέρεται παρακάτω, στα σχόλια, από τους ironick, Sarant και Ο ΑΛΛΟΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified