1. Προέρχεται απο το λακές που σημαίνει γλείφτης, αυλοκόλακας.

  2. Αδερφή και μαμόθρεφτο. Πιθανώς επειδή το συγκεκριμένο υποκοριστικό χρησιμοποιείται απο γνωστούς ομοφυλόφιλους, π.χ. Λάκης Γαβαλάς.

  1. Καλά πολύ λάκης ο τύπος ε; Όλη μέρα μέσα στο γραφείο του διευθυντή τη βγάζει.

  2. Πωπω κολλητή, κι εγώ που τον νόμιζα άντρακλα μου βγήκε λάκης εντελώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχιχαφιές, το πιο μεγάλο καρφί που υπάρχει.

- Μην το πεις στην Ρουφιανίδου, είναι ταβανόπροκα και θα σε δώσει στον διευθυντή κατευθείαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλος παραμυθάς σαν τον βαρώνο Μυνχάουζεν στην ομώνυμη ταινία. Ψεύτης ολκής.

- Τι 'ν' αυτά που λέει ο τυπάκος, καλά είναι εντελώς Μυνχάουζεν, έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ακόμα συνώνυμο του γυναικωτού.

Ίσα μωρή λουλού που μας το παίζεις και άντρας!

(από joe909, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλών στάνταρ αλλά με πλούσια τα ελέη!

- Η μικρούλα αν και χαζή δεν είναι απλώς γαμήσιμη, είναι εύγαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από γαλλικό enfant gateaux = παιδί-γλυκό, βουτυρόπαιδο. Το λέμε όταν, συνήθως σε συγκεντρώσεις, μαζεύεται κόσμος δήθεν, σνομπ και γλοιώδης.

Χτες στο πάρτυ της νομικής ήταν μαζεμένο όλο το αφάν γκατέ και έφυγα 1 ώρα αρχύτερα...

αποφασίσαμε να παραμείνει ο ορισμός αν και λάθος, επειδή έχει ενδιαφέρον το πώς προσλαμβάνεται η έκφραση από κάποιον που δεν ξέρει καλά την προέλευσή της. Πιθανόν επίσης ο Ikaros να κάνει λογοπαίγνιο.

Ο σωστός ορισμός αναφέρεται παρακάτω, στα σχόλια, από τους ironick, Sarant και Ο ΑΛΛΟΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δύσκολη εργασία ή θέμα που καταπιανόμαστε για να βγεί εις πέρας.

  2. Συνουσία.

  1. Λοιπόν φίλε το βάψιμο στο σπίτι μου ήταν πολύ μανίκι, έναν μήνα πάλευα για να τελειώσω.

  2. Φιλαράκο χτες είχα πολλές κάβλες και πήγα στα μπουρδέλα να ρίξω ένα μανίκι να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι, προφανώς η παχιά βγαίνει από το σπέρμα ως παχύρρευστο υγρό.

Αν νομίζεις οτι θα χύσεις απ' τα προκαταρκτικά στο πρώτο ραντεβού μαζί της, τράβα μια παχιά πριν βρεθείτε, να χαλαρώσεις.

Δες και παχιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ στα γρήγορα, πριν ζεστάνει η κατάσταση, χωρίς προκαταρκτικά.

Την πήγα στις τουαλέτες του μαγαζιού και της έριξα έναν κρύο και ξεχαρμάνιασα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράζω ναρκωτικά.

Πήγα να γίνω από τον ντίλερ μου αλλά έλειπε και ξενέρωσα.

Και ψωνίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified