Ηρωίνη, πρέζα. Σαπίλα για να μαστουρώσεις.

Ρε δικέ μου αυτή η ρούχλα που ήπια σήμερα ήταν αλλο πράμα!

Του κουτιού τα παραμύθια, οικογένεια Σοφιανού, ΕΡΤ. (από patsis, 28/01/10)Στο 0:36. (από patsis, 30/03/11)

Βλ. και ζαμπόν, ζαπρέ, ζουζού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεεινή γυναίκα, που την παρομοιάζουν με παράγκα.

- Τελικά αποδείχτηκε πολύ τρώγλη η τάδε και της έδωσα φύσημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.

Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.

Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)

  2. Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.

  1. - Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.

  2. - Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα άσχημη σαν ψοφίμι σε αποσύνθεση.

Πω ρε φίλε, την είδα κι απο κοντά και ηταν ένα λέσι άσ' τα να πάνε...

Κακό σα λεσι (από GATZMAN, 24/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified