Πληθωριστικό χρήμα. Άνευ αξίας χαρτονόμισμα.

Πακοτίλιες ο κόσμος ονόμαζε τα πληθωριστικά χαρτονομίσματα στην εποχή του μεγάλου πληθωρισμού προς το τέλος της γερμανικής κατοχής.

Ετυμολογικά νόμιζα στην αρχή ότι η λέξη προέρχεται από το γαλλικό pacotille που σημαίνει ευτελές αντικείμενο, ένα σκουπίδι (marchandise de très faible valeur). Μετά από ψάξιμο προέκυψε ότι η λέξη προέρχεται από το ιταλικό paccottiglia που προφέρεται ακριβώς όπως η δικιά μας πακοτίλια και έχει ακριβώς την ίδια σημασία. Βλέπε το Il Piccolo Palazzi Dizionario de la Lingua Italiana.

- Πόσο έχεις τις πατάτες;
- Δεν παίρνω πακοτίλιες! Λάδι έχεις;

Πληθωριστικό χρήμα (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, απευθυνόμενη σε σκύλο που σε γαύγιζε ή σου επιτίθετο.

- Γαβ, γαβ!
- Ουστ! Που να σε φάει αυτός που σ' έχει!

Ε, πουνα σε φάει!... (από nikolaosvlas, 15/10/11)(από Galadriel, 28/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οριστική και αμετάκλητη άρνηση εξόφλησης χρέους. Σε ευρύτατη χρήση στα Χανιά.

Ο Πιστολάκης ήταν χρηματοδότης και μεγολοπαράγοντας του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Οι κρητικοί που κατέβαιναν από τα χωριά για να συμμετάσχουν στις γιγαντιαίες συγκεντώσεις του κόμματος στα Χανιά δικαιούντο και ένα γεύμα σε συγκεκριμένο εστιατόριο στην πλατεία της Αγοράς που το πλήρωνε το γραφείο του Πιστολάκη στα Χανιά. Οι δε ερίτιμοι πελάτες μετά το γεύμα έλεγαν στον εστιάτορα: Μανόλης Δασκαλάκης από το Μπρόσνερο (π.χ.), να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο. Με τον καιρό όμως κατέληξε να γίνει ρήση των κακοπληρωτών, με την έννοια ότι οριστικά και αμετάκλητα ο οφειλέτης δεν πρόκειται να πληρώσει.

Ο γιος του παλαιού κομματάρχη Πιστολάκη στη δεκαετία του 1970, ήδη σε προχωρημένη ηλικία, κοντός και χοντρός , κυκλοφορούσε τα καλοκαίρια στα Χανιά με μια λευκή ντεκαποτάμπλ κουρσάρα με οδηγό, φορώντας λευκό κοστούμι και καπέλο Παναμά. Ήταν μια σκέτη αναχρονιστική καρικατούρα αποικιοκράτη.

- Κύριε Μανόλη σας έχω τηλεφωνήσει επανειλημμένως για κείνη την οφειλή σας.
- Ναι το θυμάμαι!
- Πότε θα την εξοφλήσετε;
- Να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο!...

Δεε, πρόκειται!... (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρβαλος και αρβαλίδι: Στα Σφακιά έχει τη σημασία του θορύβου.

Ίσως από το μτγν. άρβηλο (από το δωρικό τύπο άρβαλος) που είναι το ξέστρο (ξυστρί) δερμάτων. Πβ. το κρητικό όνομα Αρβαλάκης. Η δημιουργία της λέξης προφανώς προήλθε από το θόρυβο που γίνεται με το ξύσιμο των δερμάτων.

Αυτά από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη.

Άμε να διώξεις τα κοπέλια γιατί κάνουνε μεγάλο άρβαλο.

Άρβαλος επί το έργον (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιδάνιο είναι ένα συγκεκριμένο ποσοστό χρημάτων που παίρνει από κάθε κερδισμένο παίκτη αυτός που διοργανώνει ένα παιγνίδι χαρτιού, π.χ. ο καφετζής. Αυτή είναι η αμοιβή του για τον χώρο που προσφέρει, τα τραπέζια, τις τσόχες, τις τράπουλες και το σέρβις. Πολλές φορές, ανάλογα με την συμφωνία, περιλαμβάνεται και οτιδήποτε καταναλώσουν οι παίκτες.

Προέρχεται από το ρώσικο свидания (ζβιντάνια) = αποχαιρετισμός, το δικό μας «άντε γεια». Δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση η πληρωμή κατά το τέλος του παιχνιδιού.

Κι άρχιζε να πίνει με δίψα έπινε όσα λεφτά είχε, έπινε βερεσέ, έπινε και τα βιδάνια (από το «Τράτα Κουλουριώτικη», Καϋμοί στο Γρυπονήσι, του Γιάννη Σκαρίμπα)

(από nikolaosvlas, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γάγκλα ή γάγκλα, είναι η καμπύλη, η κύρτωση, η στροφή δρόμου. Το αρχαίο ουσιαστικό ζάγκλον που σημαίνει δρεπάνι, αναλύεται στο επιτατικό ζα- (όπως στο ζάπλουτος), στο θέμα αγκ, που σημαίνει κάμπτω (αγκ-ύλη, άγκ-υρα) και στο καταληκτικό επίθεμα -ον. Αλλά υπάρχει και μεταγενέστερος τύπος δάγκλον (πβ. το ησυχιανό «δάγκλον, δρέπανον» ). Από τους τύπους αυτούς, ζάγκλον και δάγκλον, παράγονται αντίστοιχα οι λέξεις ζάγκλα και δάγκλα, που σημαίνουν αυτή που είναι δρεπανοειδής.

Πβ. ότι το παλαιότερο όνομα της Μεσσίνης στη Σικελία ήταν Δάγκλη, ή Ζάγκλη, διότι, κατά Θουκυδίδη 96. 4,5), «δραπανοειδές το χωρίον εστί». Πβ. και το κρητικό ζάγλος, καθώς και το επώνυμο Δαγκλής, ιδίας παραγωγής. Συνών. κούρμπα.

Όλα τα παραπάνω είναι από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού ιδιώματος του καθηγητή Αντ. Ξανθινάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τούτονα το κλαδί δε κάνει για κατσούνα, είναι ούλο γάγκλες.

Δρόμος με γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλαδιά όλο γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)

βλ. και έκφραση «έχω γάγκλα», σε παρακάτω σχόλιο. Επίσης βλ. κορδέλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και το αντίστροφο: Για κάθε μιξιάρη υπάρχει και μια τσιμπλιάρα! Καθένας βρίσκει αυτόν που του ταιριάζει.
Σε ευρεία χρήση σε όλη τη Χώρα.

- Τι της βρίσκει της Άννας ο Βαγγέλης, ρε!
- Κι ο Βαγγέλης δηλαδή εσένα τι σου λέει! Ρε συ, για κάθε τσιμπλιάρη υπάρχει και μια μιξιάρα. Δεν το ξέρεις;

Μιξιάρης (από nikolaosvlas, 28/09/11)Για κάθε... (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω λαρυγγίτιδα, αλλά και γενικά ένα έντονο αίσθημα πνιγμού, συνήθως μαζί με βράχνιασμα κρυολογήματος.

Σε ευρεία χρήση στα Χανιά Κρήτης.

Προέρχεται από το ιταλικό crup που σημαίνει διφθερική λαρυγγίτιδα.

- Τι έχεις;
- Γιατρέ μου, γκρούβομαι, γκρούβομαι!

Γκρούψιμο (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και γρυ. Δηλώνει απόλυτη άγνοια.

Σύμφωνα με το Ελληνικό Λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το αρχαίο οὐδέ γρῦ =ούτε μία συλλαβή. Το γρῦ είναι ηχομιμητικό για τη φωνή του χοίρου (προφ. [grū]). Το γρι πολλές φορές συνοδεύεται με ένα τσακ που πετυχαίνεται με το νύχι του αντίχειρα να τραβιέται απότομα προς τα έξω στους πάνω κοπτήρες.

Αν και αρχαία ελληνική λέξη, σήμερα είναι αναμφισβήτητα στη σφαίρα της ελληνικής σλανγκ, θεωρείται χυδαία λέξη και χρησιμοποιείται μόνο σε συζητήσεις με οικία πρόσωπα. Ρώτα και θα δεις ότι οι περισσότεροι πιστεύουν ότι προέρχεται από κάποια τούρκικη λέξη, ή από τα γαλλικά!

δεν ξέρει γρι ελληνικά / γαλλικά.
δε σκαμπάζει γρι από μουσική. δεν καταλαβαίνω γρι.

Δεν ξέρει γρι γαλλικά (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Και με άλλη ορθογραφία: γρυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς και απροσδοκήτως ο Ζευς, Δίας.

Σε χρήση από τους βοσκούς στην περιοχή του Ψηλορείτη, κοντά στα Ζωνιανά. Σε μια αλλόκοτη διαδικασία στη μονή του Xριστού Xαλέπας, όπου ο ηγούμενος είναι κατά παράδοση από την οικογένεια Βάμβουκα, οι κτηνοτρόφοι που έχουν γίνει θύματα ζωοκλοπής καλούν αυτούς που υποψιάζονται για ενόχους και τους ζητούν να ορκιστούν στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Οι αθώοι που κατηγορούνται ορκίζονται άφοβα, ενώ οι ένοχοι, συνήθως, πριν μπουν στην εκκλησία ομολογούν την ενοχή τους και συμβιβάζονται με τα θύματα της κλοπής.

Ο όρκος λέει: «Νή Ζα, μα και τον Άι Γιώργη φάσκω σου και κάτεχε το, δε φταίω στο πράμα σου έργω η βουλή μου».

«Νή Ζα, μα και τον Άι Γιώργη, φάσκω σου και κάτεχε το, δε φταίω στο πράμα σου έργω η βουλή μου», δηλαδή «Μα τον Δία μα και τον Άι Γιώργη σου λέω και να το ξέρεις ότι δεν έκανα ούτε ξέρω τίποτε γι αυτό που με ρωτάς».

(Ορκίζονται δηλαδή στον Δία χωρίς συνήθως να ξέρουν ότι «Νη Ζα» θα πει «Μα το Δία», όπως λέμε «Μα το Θεό». Το «Ζα» συχνά το παίρνουν με τη σημασία του ζώα, όπως ζα λένε τα πρόβατα και τις αίγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified